Τρεις ηλικιωμένες γυναίκες κάθονται σε ένα παγκάκι στο Μαϊάμι Μπιτς και κάθε μία καυχιέται για το πόσο αφοσιωμένος της είναι ο γιος της.
 Λέει η πρώτη: «Ο γιος μου μού είναι τόσο αφοσιωμένος που πέρσι στα γενέθλιά μου μού έκανε δώρο μια κρουαζιέρα στον κόσμο, πρώτη θέση και όλα πληρωμένα».
 Λέει η δεύτερη: «Εμένα ο δικός μου είναι ακόμα πιο αφοσιωμένος. Για τα εβδομηκοστά πέμπτα γενέθλιά μου, μού έκανε δεξίωση και μου έδωσε και χρήματα για τους φίλους μου που ήρθαν από τη Νέα Υόρκη αεροπορικώς».
 Λέει και η τρίτη: «Ο δικός μου είναι ο πιο αφοσιωμένος απ’ όλους. Τρεις φορές την εβδομάδα πηγαίνει στον ψυχίατρο. Εκατόν είκοσι δολλάρια την ώρα πληρώνει. Και ξέρετε για τι μιλάει όλη την ώρα; Για Μένα».

                                   ----------

Πρώτη μέρα

Μια περήφανη νεαρή μαμά πηγαίνει το γιο της πρώτη μέρα στο σχολείο.
«Να είσαι φρόνιμο αγόρι, μπουμπούκο μου! Να προσέχεις και να σκέφτεσαι τη μαμά, γλυκούλη μου! Να έρθεις στο σπίτι με το λεωφορείο, τζουτζούκο μου! Η μαμά σε αγαπάει πάρα πολύ, μωρό μου!».
Το μεσημέρι η μαμά περιμένει το λεωφορείο και μόλις φτάνει παίρνει το γιο της αγκαλιά.
«Τι έμαθες αγάπη μου σήμερα, πρώτη μέρα στο σχολείο;»
«Έμαθα ότι το όνομά μου είναι Ντέηβιντ».

----------

Πω, πω, πω!

Τέσσερις εβραίες κυρίες παίζουν χαρτιά σε ένα σπίτι.
Η Μπέτι αναστενάζει και λέει: «Πω, πω!».
Η Φρίντα κουνάει το κεφάλι της, αναστενάζει και λέει: «Πω, πω!».
Και η Κίτυ λέει: «Πω, πω, πω!».
Η Σαρλότ τις διακόπτει: «Αρκετά μιλήσαμε για τα παιδιά. Ας πάμε ξανά στο παιχνίδι!».

----------

Μια μητέρα έχει πολύ τεταμένες σχέσεις με το 14χρονο γιο της. Φωνές και τσακωμοί συμβαίνουν συνέχεια στο σπίτι. Τελικά αποφασίζει να τον πάει σε ψυχολόγο. Μετά από δύο επισκέψεις ο γιατρός καλεί τη μητέρα στο γραφείο του.
 «Ο γιος σας» της λέει «έχει το σύμπλεγμα του Οιδίποδα».
 «Οιδίποδας και Ξεοιδίποδας» απαντά η μητέρα. «Αφού αγαπά τη μητέρα του».

                                   ----------

 Ο Κύριος και η Κυρία Μάρβιν Ρόμπινσον σας αναγγέλουν με χαρά τη γέννηση του γιου τους, Δρ. Τζόναθαν Ρόζενμπλουμ.

                                   ----------

Μια Εβραία πηγαίνει τον εγγονό της βόλτα με το καροτσάκι. Μία γυναίκα τη σταματά και της λέει:
«Τι όμορφο μωράκι!»
«Και αυτό δεν είναι τίποτα. Που να δείτε τις φωτογραφίες». 

                                   ----------

Μια μέρα μια εβραία μητέρα περπατά στο δρόμο με τα δυο μικρά παιδιά της. `Ενας περαστικός τη ρωτά πόσο ετών είναι τα αγόρια. Κι η μητέρα απαντά:
 «Ο γιατρός είναι τρία και ο δικηγόρος δύο».

                                   ----------

 Δύο Εβραίες που έχουν να ειδωθούν είκοσι χρόνια συναντιούνται τυχαία στο δρόμο.
 «Πώς είναι η κόρη σου η Ντέμπορα;» ρωτά η πρώτη γυναίκα, «αυτή που παντρεύτηκε το δικηγόρο;»
 «Χώρισαν» απαντά η δεύτερη γυναίκα.
 «Ω! Πόσο λυπάμαι».
 «Αλλά παντρεύτηκε ένα χειρούργο».
 «Μαζάλ Τοβ (Συγχαρητήρια)».
 «Χώρισαν όμως».
 Σε αυτό το σημείο η πρώτη γυναίκα αποφασίζει να μη μιλήσει.
 «Τώρα όμως είναι μια χαρά» συνεχίζει η φίλη της. «Παντρεύτηκε έναν πολύ επιτυχημένο αρχιτέκτονα».
 Η πρώτη γυναίκα κουνάει το κεφάλι της πέρα δώθε και μουρμουράει: «Μμμμμ, τόση χαρά από  μια κόρη».

                                   ----------

Η κυρία Λεβή μιλάει με τη γειτόνισσά της: «Αχ, η νύφη μου είναι πολύ τεμπέλα. Κοιμάται μέχρι τις δέκα κάθε πρωί. Ο καημένος ο γιος μου ξυπνά από τα χαράματα για να φτιάξει μόνος του το πρωινό του. Το σπίτι δεν το καθαρίζει. Έβαλε το γιο μου να της πάρει υπηρέτρια για να μη σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι της. Και όταν γυρίζει στο σπίτι του το βράδυ πρέπει αυτός να ετοιμάσει το δείπνο, ούτε αυτό δεν μπορεί να κάνει».
Η γειτόνισσα ξεφυσά και την ρωτά «Πω, πω, και η κόρη σου τι κάνει;»
«Α, η κόρη μου έχει παντρευτεί υπόδειγμα συζύγου. Επιμένει να την κακομαθαίνει, αφήνοντάς την να κοιμάται ως τις δέκα το πρωί. Της πήρε οικιακή βοηθό για να μην κουράζεται και ακόμα και όταν γυρίζει από τη δουλειά του της λέει να ηρεμήσει και αναλαμβάνει αυτός να ετοιμάσει το δείπνο!». 

                                   ------------

Στα πρώτα χρόνια του Κράτους του Ισραήλ, ολόκληρη η Εβραϊκή κοινότητα της Υεμένης μεταφέρθηκε εκεί. Πολλοί από τους μετανάστες δήλωσαν φοβερά μεγάλες ηλικίες, εκατόν σαράντα, εκατόν πενήντα, ακόμα και εκατόν εξήντα ετών. Φαινόταν απίστευτο, ενώ όσοι δήλωναν αυτές τις ηλικίες ήταν αδύνατο να το αποδείξουν γιατί δεν είχαν φέρει πιστοποιητικά γεννήσεως ή άλλα έγκυρα χαρτιά μαζί τους.
 Μια μέρα ένας Εβραίος από την Υεμένη, πρόσφατα εγκατεστημένος στην περιοχή, εμφανίστηκε στο γραφείο ενός ασφαλιστή στο Τελ Αβίβ, ζητώντας να κάνει ασφάλεια ζωής. Ο ασφαλιστής σαν είδε ότι δεν ήταν και τόσο νέος, τον ρώτησε:
 «Πόσο ετών είστε;»
 «Εβδομήντα δύο».
 «Εβδομήντα δύο; Είστε πολύ μεγάλος. Δεν μπορούμε να σας κάνουμε ασφάλεια ζωής».
 «Αυτό είναι άδικο», απάντησε ο άντρας. «Την προηγούμενη εβδομάδα κάνατε ασφάλεια ζωής στον πατέρα μου».
 «Στον πατέρα σας; Και πόσο χρονών είναι ο πατέρας σας;»
 «Ενενήντα πέντε».
 «Αδύνατον».
 «Γιατί δεν κοιτάτε τα αρχεία σας;»
 Ο ασφαλιστής έψαξε τα αρχεία και προς μεγάλη του έκπληξη ανακάλυψε ότι την προηγούμενη εβδομάδα ο ενενηνταπεντάχρονος πατέρας του άντρα είχε κάνει αίτηση για ασφάλεια, ο γιατρός που τον είχε εξετάσει τον είχε βρει εντελώς υγιή και είχε γίνει η ασφάλεια. Ο ασφαλιστής γύρισε πίσω.
 «`Εχετε δίκιο. Αφού κάναμε ασφάλεια στον πατέρα σας θα κάνουμε και σ’εσάς. Πρέπει όμως να έρθετε την Τρίτη για ιατρικό τσεκάπ».
 «Την Τρίτη; Δεν μπορώ να έρθω την Τρίτη».
 «Και γιατί δεν μπορείτε;»
 «Παντρεύεται ο παπούς μου».
 «Παντρεύεται ο παπούς σας; Καλά πόσο χρονών είναι;»
 «Εκατόν εβδομήντα».
 «Εκατόν εβδομήντα; Και γιατί παντρεύεται τώρα;»
 «Γιατί τον έχουν πρήξει οι γονείς του».

                                   ----------

Μια Εβραία δίνει δυο γραβάτες στο γιο της για τη γιορτή του Χανουκά. Όταν πηγαίνει κάποια στιγμή να τον επισκεφτεί, ο γιος τρέχει στο δωμάτιό του, βγάζει γρήγορα τη γραβάτα που φορούσε και βάζει αυτήν που του είχε φέρει η μητέρα του. Γυρίζει πίσω και της λέει:
«Κοίτα μαμά, δεν είναι απίθανη;»
Και η μαμά απαντά:
«Τι συμβαίνει; Η άλλη δεν σου άρεσε;»

                                   ----------

Τι λέει ένα Εβραϊκό τηλεγράφημα;
- Ακολουθεί γράμμα. `Αρχισε να ανησυχείς.

                                   ----------

Ο Χάιμ Μπέρμαντ , ένας Αγγλο-Εβραίος συγγραφέας, εργαζόταν ως ανταποκριτής το 1973 κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Γιομ-Κιπούρ και πολλοί στρατιώτες του ζητούσαν να τηλεφωνήσει στα σπίτια τους και να πει στους γονείς τους ότι ήταν καλά. Διαβάστε μία από τις συνομιλίες που είχε καταγράψει ο Μπέρμαντ.
 «Γεια σας» ξεκινούσα.
 «Ναι; Ποιος είναι;Τι είναι;Ποιος είστε;»
 «Ονομάζομαι Μπέρμαντ, είμαι δημοσιογράφος και μόλις συνάντησα το γιο σας».
 «Το γιο μου; Πώς είναι; Πού είναι; Είναι καλά; Συμβαίνει τίποτα;»
 «Τίποτα απολύτως. Είναι πολύ καλά».
 «Και;»
 «Μου ζήτησε να σας δώσω χαιρετίσματα και να σας πω να μην ανησυχείτε».
 «Να μην ανησυχώ; Εάν είχατε ένα γιο στο μέτωπο δεν θα ανησυχούσατε;»
 «Φυσικά θα ανησυχούσα και ο γιος σας ξέρει ότι ανησυχείτε γι’ αυτό μου είπε να σας πω ότι είναι καλά».
 «Σας ζήτησε να μου το πείτε;»
 «Ναι».
 «Εννοείτε ότι δεν είναι καλά αλλά θέλει να νομίζω ότι είναι;»
 «`Οχι είναι πολύ καλά. Τον είδα με τα μάτια μου».
 «Πολύ καλά;»
 «Τέλεια».
 «Τότε γιατί δε μου τηλεφώνησε ο ίδιος»;
 «Γιατί είναι στη μέση της ερήμου».
 «Ο γιος της γειτόνισσας είναι και αυτός στην έρημο αλλά τηλεφώνησε».
 «`Ισως ήταν κοντά σε τηλέφωνο».
 «Εάν ο γιος του γείτονα μπορούσε να βρει τηλέφωνο ο δικός μου γιατί δεν μπορούσε; Ω Θεέ μου θα τρελλαθώ από την ανησυχία».

                                   ----------

Δύο φίλες αφήνουν τα παιδιά τους, έφηβους τώρα πια, στο σπίτι για λίγες μέρες και βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν. Πριν από το δείπνο η μία γυναίκα καλεί την άλλη στο μπαρ για να πιούνε ένα μαρτίνι.
 «Δεν πίνω ποτέ» απαντά η γυναίκα.
 «Γιατί όχι;»
 «Μπροστά στα παιδιά δεν είναι σωστό να πίνω και όταν είμαι μακριά από τα παιδιά δεν μου χρειάζεται!»

                                   ---------

Το τηλέφωνο χτυπά στο σπίτι και απαντά η μητέρα. Είναι η κόρη της.
 «Μαμά» λέει, «αρραβωνιάστηκα».
 «Μαζάλ Τοβ» απαντά η μητέρα ενθουσιασμένη.
 «Ναι αλλά πρέπει να μάθεις κάτι, μαμά. Ο Τζον δεν είναι Εβραίος».
 Η μητέρα δε λέει τίποτα.
 «Και ψάχνει για δουλειά. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε καθόλου χρήματα».
 «Αυτό δεν είναι πρόβλημα» απαντά η μητέρα. «Θα έρθετε να μείνετε μαζί μας. Θα σας δώσουμε την κρεβατοκάμαρά μας».
 «Και εσείς πού θα μείνετε;»
 «Ο μπαμπάς θα κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού».
 «Κι εσύ μαμά;»
 «Μην ανησυχείς για μένα. Μόλις κλείσουμε το τηλέφωνο θα πέσω από το παράθυρο».

                                   ----------

Ο πρώτος Εβραίος Πρόεδρος επιτέλους εκλέγεται.
Τηλεφωνεί στην μητέρα του:
- Μητέρα, κέρδισα στις εκλογές και πρέπει να έρθεις στην ορκωμοσία. - Μα δεν ξέρω τι να φορέσω.
- Μην ανησυχείς μητέρα θα σου στείλω ενδυματολόγο.
- Ναι αλλά τρώω μόνο κασσέρ φαγητό.
- Μα μητέρα, είμαι ο πρόεδρος, θα φροντίσω και γι’ αυτό.
- Και πώς θα έρθω ως εκεί;
- Θα στείλω λιμουζίνα να σε πάρει. Έλα μαμά, σε παρακαλώ!
- Εντάξει, θα έρθω αν αυτό θα σε κάνει ευτυχισμένο.
Η μεγάλη μέρα φτάνει και η μητέρα κάθεται ανάμεσα στους Δικαστές και στα μέλη της Νέας Κυβέρνησης. Κάποια στιγμή λέει στον κύριο που κάθεται στα δεξιά της: «Βλέπετε αυτό το αγόρι με το χέρι στη Βίβλο; Ο αδερφός του είναι γιατρός».

                                   -----------

Ο τζογαδόρος

«Ο γιος μου είναι το κάτι άλλο», έλεγε ο κυρία Φινκελστάιν στη φίλη της. «Πήγε στο Λας Βέγκας την περασμένη εβδομάδα με ένα αυτοκίνητο 25.000 δολαρίων και γύρισε μετά από λίγες μέρες με μια αμαξάρα 100.000 δολαρίων».
«Ποπό! Κέρδισε τόσα χρήματα;» ρώτησε η γυναίκα. «Πρέπει να είναι πολύ καλός τζογαδόρος».
«Όχι και τόσο», είπε η μητέρα. Πήγε με το αυτοκίνητό μας και γύρισε με το λεωφορείο».

                                                  ----------

Μια μητέρα πηγαίνει στο δωμάτιο του γιου της.
 «Πρέπει να σηκωθείς για το σχολείο Μπέρνι».
Ο Μπέρνι σκεπάζεται με την κουβέρτα μέχρι επάνω και λέει:
«Δε θέλω να πάω σχολείο».
«Ναι, αλλά πρέπει» λέει η μητέρα.
«Δε θέλω. Οι καθηγητές με αντιπαθούν και όλα τα παιδιά με κοροϊδεύουν».
Η μητέρα τον ξεσκεπάζει και λέει:
«Μπέρνι, δεν έχεις άλλη επιλογή. Πρέπει να πας σχολείο!».
«Α, Ναι;», λέει ο Μπέρνι. «Και γιατί παρακαλώ;»
«Γιατί είσαι πενήντα δύο χρονών και είσαι ο διευθυντής!».

                                     ----------

Μια γυναίκα είναι έτοιμη να γεννήσει και ο άντρας της την μεταφέρει στο νοσοκομείο. `Ολη τη νύχτα ακούει κλάμματα και βογγητά και βαδίζει πάνω κάτω, νευρικός και ράκος από την αγωνία, με τον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό του. Τελικά μετά από ώρες βγαίνει ο γιατρός και λέει: «Συγχαρητήρια, αποκτήσατε ένα κοριτσάκι!».
«Σ’ευχαριστώ Θεέ μου που είναι κορίτσι» λέει ο άντρας «γιατί ποτέ δεν πρόκειται να τραβήξει ότι τράβηξα εγώ σήμερα».

----------

Ποιος είναι ο ορισμός του χουτσπά (ξεδιάντροπου);

Ένα αγόρι που σκοτώνει τους γονείς του και μετά παρακαλεί τους δικαστές να δείξουν οίκτο, γιατί είναι ορφανό.

----------

Ο εξάχρονος Μωϋσής επιστρέφει από το σχολείο ενθουσιασμένος και ο πατέρας του τον ρωτά τι έμαθε. Ο μικρός απαντά πως έμαθε την ιστορία του Πέσαχ που είναι η πιο συναρπαστική. Και λέει: Ο Μωϋσής ήθελε να πάρει τους Εβραίους από την Αίγυπτο όταν ξαφνικά εμφανίστηκε η πολεμική Ισραηλινή αεροπορία με υπερηχητικά αεροπλάνα και βομβάρδισε τη χώρα. Η Αίγυπτος έστειλε ελικόπτερα αλλά οι Ισραηλινές δυνάμεις τα κατέρριψαν ενώ ο Μωϋσής διέσχιζε τον ωκεανό. Ο πατέρας συνταράσσεται από την ιστορία και πολύ σκεπτικός ρωτά το γιο του: «Αυτά σου δίδαξαν στο σχολείο;». Και το αγόρι απαντά: «Κοίτα πατέρα, αν σου έλεγα την πραγματική ιστορία και τα πολλά θαύματα που μάθαμε – αποκλείεται να την πίστευες». 

----------

Μια γιαγιά Εβραία έχει πάει με τον εγγονό της στην παραλία. Αυτός σκάβει με το φτυαράκι του στην άκρη του ωκεανού. Ξαφνικά, ένα μεγάλο κύμα φτάνει, σκεπάζει το παιδί και το παίρνει στην θάλασσα. Η τρομοκρατημένη γιαγιά τσιρίζει και αρχίζει να παρακαλά το Θ-ό: «Σε ικετεύω, σώσε τον εγγονό μου, φιλεύσπλαχνε Θ-έ, σε παρακαλώ είναι μόνο ένα παιδί....». Τελικά, ένα γιγάντιο κύμα έρχεται πάλι από τον ωκεανό και βάζει το παιδί με το φτυαράκι και το κουβαδάκι του, εκεί που ήταν πριν.

Η γιαγιά τον κοιτάζει με ανακούφιση και μαλώνει το Θ-ό: «Πού είναι το καπέλο του; Είχε και καπέλο».

----------

Ο νεαρός Χασσιδιστής αρραβωνιάζεται μια όμορφη κοπέλα από μια οικογένεια του πλούσιου Λονγκ Άιλαντ. Ο πατέρας είναι ανάστατος. Πώς αυτός ο τύπος θα μπορέσει να ζήσει την κόρη του; Τον παίρνει λοιπόν στο γραφείο του να συζητήσουν ενώ η μητέρα και η μέλλουσα νύφη περιμένουν έξω με αγωνία.
Ο πατέρας λέει, «Πώς σκοπεύεις να εξασφαλίζεις τα προς το ζην;».
«Θα φροντίσει ο Θ-ός» είναι η απάντηση του νεαρού.
«Οι κόρη μου όμως έχει πολλές ανάγκες γιατί έτσι την έχω αναθρέψει».
«Θα φροντίσει ο Θ-ός»
«Και από σπίτι; Πού θα βρεις μεγάλο;»
«Θα φροντίσει ο Θ-ός»
«Και από ρούχα; Ξέρεις, έχει μάθει στο ακριβό και καλό ντύσιμο».
«Θα φροντίσει ο Θ-ός»
Τελικά ο πατέρας βγαίνει από το γραφείο του και η μητέρα με την κόρη τον ρωτούν ανήσυχες, «Λοιπόν τι συμπέρασμα έβγαλες;».
«Λοιπόν ο νεαρός είναι πολύ καλός. Νομίζει πως είμαι ο Θ-ός!».

----------

Πριν από τριάντα χρόνια, ο νεαρός άντρας πηγαίνει στο κολλέγιο, δύο χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι του. Ο ανήσυχος πατέρας στέλνει τηλεγραφήματα, συστημένες επιστολές που γράφουν «Τι κάνεις;», «Τι σπουδάζεις;», «Με ποιους κάνεις παρέα;» και διάφορα τέτοια. Σιωπή είναι πάντα η απάντηση. Τηλέφωνα δεν υπάρχουν! Ο απεγνωσμένος πατέρας αρχίζει να μαζεύει τα πράγματά του: θα ταξιδέψει ως εκεί να τον δει.

Την ώρα που είναι έτοιμος να φύγει, μπαίνει ο θείος του νεαρού μέσα και τον ρωτά: «Πού πηγαίνεις;». Ο πατέρας εξηγεί και ο θείος λέει: «Ανόητε, θα τον κάνω εγώ να απαντήσει. Στοίχημα 1000 δολλάρια».

Μια εβδομάδα μετά, ο θείος μπαίνει στο σπίτι του πατέρα και αφήνει δυο γράμματα πάνω στο τραπέζι. Το γράμμα που έγραψε στον ανηψιό του και την απάντηση του τελευταίου. Ο πατέρας έκπληκτος τον ρωτά: «Πώς τα κατάφερες;». Και ο θείος: «Κοίτα τα υστερόγραφα».

Υ.Γ. (του θείου) Ανηψιέ, εσωκλείω μια επιταγή των 100 δολλαρίων.

Υ.Γ. (του ανηψιού) Θείε, ξέχασες την επιταγή!

----------

Η Μπέτι και η Φρίντα συζητούσαν για τους γιους τους οι οποίοι βρίσκοταν και οι δύο στη φυλακή.
Μπέτι: «Ο γιος μου ο Μάικλ περνάει πολύ άσχημα. Τον έχουν στην απομόνωση, δεν μιλά ποτέ σε κανέναν και δεν βλέπει το φως της ημέρας. Δεν ασκείται καθόλου και η ζωή του είναι απαίσια».
Φρίντα: «Λοιπόν, ο γιος μου ο Ντέηβιντ έχει ελάχιστη ασφάλεια. Ασκείται κάθε μέρα, περνά ελεύθερα το χρόνο του στη φυλακή, κάνει μαθήματα και μου γράφει κάθε εβδομάδα».
Μπέτι: «Ω, πόση χαρά σου δίνει αυτό το παιδί!».

 ----------

Στο πάρτι για τα τρίτα του γενέθλια, ο Μπένι περνούσε υπέροχα. Σύντομα ήρθε η ώρα να ανοίξει τα δώρα του. Αυτό που ήταν από τη γιαγιά του Φρίντα, είχε μέσα ένα νεροπίστολο. Το παιδί πήδηξε ευτυχισμένο και έτρξε στο νεροχύτη για να το γεμίσει.

Η μαμά του όμως δεν χάρηκε και πολύ. Γύρισε στη Φρίντα και της είπε: «Μαμά, με εκπλήσσεις. Δεν θυμάσει που σε τρελαίναμε με τα νεροπίστολα όταν ήμασταν παιδιά;».

Η γιαγιά Φρίντα χαμογέλασε τότε και είπε: «Το θυμάμαι και βέβαια το θυμάμαι! Πώς μπορώ να το ξεχάσω;».

 ----------

Ο Σαμ Λέβινσον ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών και κυρίως για την παιδοψυχολογία και τις δημοφιλείς παραμορφώσεις της:

 «Μια μητέρα» θυμάται «έγραψε ένα γράμμα στο δάσκαλο που έλεγε: Αν ο Γκρεγκ είναι κακό παιδί μην τον χτυπήσετε. Χτυπήστε το διπλανό του. Είμαι σίγουρη ότι ο Γκρεγκ θα καταλάβει».

----------

Μια μέρα η Ρεβέκκα περπατά στο δρόμο. Πρώτα ακούει και μετά βλέπει έναν άντρα να πηγαίνει προς το μέρος της, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι με ένα μωρό που έκλαιγε πολύ δυνατά.

Καθώς ο άντρας είχε πλησιάσει κοντά, η Ρεβέκκα τον άκουγε να λέει, «Μην ανησυχείς Τζόσουα, όλα θα πάνε καλά» και «μην φωνάζεις Τζόσουα, τίποτα δεν θα πάει στραβά» και «σε παρακαλώ ηρέμησε Τζόσουα, όλα είναι εντάξει».

Όταν ο άντρας περνά από δίπλα της, η Ρεβέκκα του λέει, «σας θαυμάζω κύριε για τον τρόπο που μιλάτε στο μικρό Τζόσουα. Είμαι κι εγώ μητέρα και νομίζω πως ο τρόπος που προσπαθείτε να ηρεμήσετε το μωρό είναι μοναδικός».

«Ευχαριστώ, κυρία μου, μα νομίζω πως έχει γίνει παρεξήγηση» απαντά ο άντρας. «Το δικό μου όνομα είναι Τζόσουα».