Γατί τόσοι λίγοι μπορούν να υποστηρίξουν πως είναι πραγματικά ευτυχισμένοι; Μήπως επειδή δεν ξέρουν πώς να είναι κανείς ευτυχισμένος; Ή μήπως έχουν βαρεθεί να προσδοκούν την ευτυχία;
Να οι τρεις λέξεις που θα πρέπει να προσέχουμε: Εάν, Προσπαθώ και Αλλά. Εάν τις εντοπίσουμε στο λόγο μας τότε «πιανόμαστε στα πράσα» ως αμετανόητοι σκεπτικιστές...
Να έχεις στο μυαλό σου ότι κάθε φορά που ο αδερφός σου σου μιλάει προσβλητικά, όλα όσα βγαίνουν από το στόμα του δεν είναι παρά μια φούσκα ζεστού αέρα. Ποια ερμηνεία όμως θα δώσεις σε αυτά;
Σε έναν κόσμο αμφίβολων αξιών, ένας άντρας μπορεί να έχει εγκαταλείψει την τρίτη του γυναίκα, τα παιδιά του να μην θέλουν ούτε να τον δουν, να μην έχει καθόλου φίλους και να τον αποφεύγει ακόμα και το κατοικίδιό του και να θεωρείται επιτυχημένος επειδή τα πάει καλά με την «καριέρα» του & έχει πολλά λεφτά.
Όταν κοιτάζω τον εαυτό μου και την ζωή μου δεν βρίσκω κανέναν καλό λόγο για να είμαι χαρούμενος. Υποτίθεται ότι πρέπει απλά να γυρίσω τον διακόπτη στην ευτυχία κατά βούληση;
Οι συνθήκες της ζωής μας αποτελούν τις προϋποθέσεις που χρειαζόμαστε για την ανάπτυξή και το μεγάλωμά μας.
Θα μου άρεσε να συναντήσω εκείνο το άτομο που θα μου έλεγε, «Την φαντασίωση της ζωής μου; Την ζω! Δεν μπορώ να φανταστώ κανένα πράγμα που θα ήθελα να αλλάξω!»
Αν η χαρά είναι η αποκάλυψη και η διεύρυνση της ψυχής, τότε η λύπη είναι η απόκρυψη και η συστολή μιας ψυχής.
«Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ποτέ ευτυχισμένος αν δεν θρέφει την ψυχή του όπως θρέφει το σώμα του».
Γιατί πρέπει να είναι η χαρά ένα εργαλείο, ένα μέσο για έναν σκοπό; Είναι κάτι καλό από μόνο του, ένας καλύτερος τρόπος να υπάρχουμε. Και δεν είναι τόσο δύσκολο να το επιτύχουμε.
Η ταπεινότητα είναι ένα συναίσθημα κατωτερότητας κι έλλειψης αξίας του εαυτού, ενώ η χαρά προυποθέτει ένα ανυψωμένο πνεύμα κι ένα αίσθημα αυτο-εκτίμησης. Αν είναι έτσι πως θα μπορούσε η ταπεινότητα να είναι ένα κανάλι που δέχεται την χαρά;