Δύο χρόνια πέρασαν από το τραγικό τροχαίο δυστύχημα που κόστισε τη ζωή του 13χρονου Λεβί ζ’’λ Χέντελ, αδερφό του συζύγου μου. Ο Λεβί περνούσε τις διακοπές του Χανουκά στο Εϊλάτ και επισκεπτόταν στρατιωτικές βάσεις στη Τζαχάλ, πηγαίνοντας στους στρατιώτες το φως και τη χαρά του Χανουκά μαζί με νόστιμους λουκουμάδες. Την τέταρτη μέρα του Χανουκά όμως, το βαν που μετέφερε τα 9 αγόρια στην στρατιωτική βάση, δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του: μετά από μια στροφή, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ο Λεβί σκοτώθηκε μαζί τους 16χρονους Μοϊσσέ Γκολάν και Γιονατάν Μπιτόν ζ’’λ. Το σοκ ήταν τεράστιο και ο πόνος ανείπωτος: γιατί ο Θ-ός διάλεξε να πάρει αυτές τις μονάκριβες ψυχές που πήγαιναν να χαρίσουν το φως; Γιατί ο γλυκός Λεβί με το ακαταμάχητο χαμόγελο που περνούσε τις διακοπές του προσφέροντας στους άλλους αντί να ξεκουράζεται, έπρεπε να φύγει με τόσο βίαιο τρόπο;
Ρωτάμε το Θ-ό, αλλά ακόμα έχουμε πίστη. Ξέρουμε πως ο Θ-ός είναι καλός, αλλά Του ζητάμε να μας δείχνει μόνο το φανερό καλό, αυτό που εμείς οι θνητοί μπορούμε να αναγνωρίσουμε ως καλό. Ζητάμε από Αυτόν να μην δοκιμάζει την πίστη μας, αλλά όταν βιώνουμε μια τόσο τραγική απώλεια, λέμε με δακρυσμένη φωνή: «Μπαρούχ Νταγιάν Αεμέτ» «Ευλογημένος να είναι Αυτός, ο αληθινός Κριτής».
Και πέρασαν 2 χρόνια …. Δύσκολο να το συνειδητοποιήσουμε, δύσκολο να το πιστέψουμε… Φαινόταν αδύνατο πως θα μπορούσαμε να ξυπνήσουμε το πρωί και να χαμογελάσουμε, να κοιτάξουμε τον ήλιο, να φάμε, να κοιμηθούμε…. Ένα κομμάτι μας ήθελε να πενθεί για πάντα, ενώ ένα άλλο γνώριζε πως ο καλύτερος φόρος τιμής για το Λεβί, ήταν να συνεχίσουμε τη ζωή μας και να υμνούμε τη μνήμη του… Έπρεπε να μάθουμε πως μπορούσαμε να ξαναγελάσουμε ακόμα και αν δεν έκλεινε ποτέ το κενό στην καρδιά. Έπρεπε να μάθουμε να συνεχίσουμε την καθημερινή μας ζωή, με τα παιδιά και όλες τις δραστηριότητές μας, ακόμα και αν θέλαμε να μην κάνουμε τίποτα και απλά να κλαίμε.
Και να πέρασαν 2 χρόνια και ο Λεβί μας λείπει πολύ….
Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήταν πολύ υπεύθυνος και αγαπούσε να φροντίζει τα ανιψάκια του. Πάντα ήταν έτοιμος να σκαρφιστεί κάποιο παιχνίδι, να πει μια ιστορία και τα παιδιά τον λάτρευαν. Το καλοκαίρι του 2006, κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου στο Λίβανο, τα παιδιά μου ήταν στον παππού και στη γιαγιά στο Βόρειο Ισραήλ, στην περιοχή όπου έπεφταν ρουκέτες και όλοι οι πολίτες έπρεπε να μένουν στα καταφύγια. Το καταφύγιο στο σπίτι τους (χέδερ μπιταχόν) ήταν το δωμάτιο του Λεβί. Στους συναγερμούς, τοποθετούσε στο πάτωμα στρώματα για τα παιδιά, έπαιζε μαζί τους παιχνίδια και τους έδινε γλυκά για να τα διασκεδάσει και να τα ηρεμήσει. Όλη εκείνη την εβδομάδα κοιμόνταν στο δωμάτιό του ώστε να μην χρειάζεται να σηκωθούν αν σήμαινε συναγερμός τη νύχτα.
Ο Λεβί ήταν δημιουργικός, του άρεσε η μουσική και το γράψιμο: έφτιαξε μια κασέτα με έναν φίλο του και έγραψε μερικές μικρές ιστορίες. Πιο πολύ από όλα, του άρεσε το διάβασμα. Είχε την προσωπική του βιβλιοθήκη και χρησιμοποίησε τα χρήματα από το Μπαρ Μιτσβά του για να αγοράσει βιβλία. Για το λόγο αυτό δημιουργήσαμε εδώ στην Αθήνα μια βιβλιοθήκη πολυμέσων στη μνήμη του.
Όλα τα λόγια δεν αρκούν για να περιγράψουν το θαυμάσιο χαμόγελό του που έφτανε μέχρι τα αυτιά του και φώτιζε το πρόσωπό του. Τα σχόλια περιττεύουν για την χαρούμενη παρουσία του και τον ευχάριστο τρόπο που συναναστρεφόταν τους άλλους. Οι φίλοι του είπαν πως όταν επισκέπτονταν μια στρατιωτική βάση, τον έστελναν στους πιο σκληρούς και ανέκφραστους στρατιώτες, γιατί κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στο χαμόγελό του.
Ο Λεβί είχε περάσει την τελευταία γιορτή του Σουκότ στο σπίτι μας στην Αθήνα. Βοήθησε όπου χρειάστηκε, χωρίς ποτέ να τεμπελιάσει ή να παραπονεθεί. Μας βοήθησε να στήσουμε τη Σουκά στην ταράτσα, συνόδευε το Μέντελ στις διάφορες επισκέψεις και τον βοήθησε με την εκδήλωση στο γηροκομείο. Του άρεσε να ψήνει και να ετοιμάζει μόνος του μικρά ψωμάκια για τα οποία ήταν πολύ υπερήφανος. Έπαιζε με τα παιδιά, έκανε μαζί τους χειροτεχνίες και τους μάθαινε διάφορα πράγματα για τις γιορτές. Μια φορά ο Λέβι διάβαζε και ο Μέντελ τον ρώτησε τι έκανε: αμέσως άφησε το βιβλίο, σηκώθηκε επάνω και είπε χαρούμενα: «τι θέλεις να κάνω για σένα;».
Αυτός ήταν ο Λεβί, πάντα χαμογελαστός και πρόθυμος να προσφέρει τη βοήθειά του.
Λεβί, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ και θα συνεχίσουμε χαμογελώντας όπως εσύ να φέρνουμε φως και καλοσύνη στον κόσμο, μέχρι να εξαφανιστεί τελείως το σκοτάδι και να μπούμε στην Εποχή της Ειρήνης και της Λύτρωσης.
Αυτές είναι φωτογραφίες από την μέρα πριν το ατύχημα : Ο Λέβι ανάβοντας κεριά, με λουκουμάδες και με τα τεφιλίν.