(Η ιστορία όπως σαν την υποσχέθηκα σε προηγούμενο ποστ)
Το Μπακού, πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, ήταν μια από τις κοινότητες που σκεφτόμασταν να εγκατασταθούμε. Ο Μέντελ πέρασε σχεδόν 2 χρόνια στη Ρωσία, έμαθε τη γλώσσα, κέρδισε το σεβασμό της τοπικής κοινότητας και γι΄αυτό είχαμε αρκετές προτάσεις στη Ρωσία και στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Μία από αυτές ήταν και το Μπακού, γι΄αυτό αποφασίσαμε να το επισκεφτούμε. 3 εβδομάδες μετά τη γέννηση της Χάνα (της πρωτότοκης), φτάσαμε στη Μόσχα και από εκεί πετάξαμε με ένα τρομαχτικό αεροπλάνο από αυτά με τις προπέλες, στο Αζερμπαϊτζάν. Όταν προσγειωθήκαμε, ανακοίνωσαν στα Αγγλικά πως η θερμοκρασία ήταν 28 βαθμούς. Όταν βγήκαμε από το αεροδρόμιο, η ζέστη ήταν αποπνικτική και αναρωτήθηκα πως ήταν δυνατόν να είναι μόνο 28 βαθμοί. Τελικά ήταν 40 αλλά το αεροπλάνο είχε κασέττα!
Η κοινότητα του Αζερμπαϊτζάν αριθμεί 15 χιλιάδες μέλη, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έχουν φύγει για το Ισραήλ ή άλλες χώρες. Τα περισσότερα μέλη της ζουν στο Μπακού, υπάρχει όμως και μια σημαντική κοινότητα στο Κόμπε, με 3000 μέλη: ζουν σε ένα είδος «σστετλ» (χωριό), όλοι οι Εβραίοι μαζί. Στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι Γερμανοί εισέβαλλαν στη χώρα, πλησίασαν πολύ σε αυτό το χωριό, αλλά ως εκ θαύματος γύρισαν και απομακρύνθηκαν και έτσι η κοινότητα σώθηκε.
Πολλοί είναι έμποροι υφασμάτων που έχουν περίπτερα στην Ισμαηλόφσκαγια, την αγορά υφασμάτων στη Μόσχα. Όλη την εβδομάδα κάνουν εμπόριο στη Μόσχα και το σαββατοκύριακο επιστρέφουν στα σπίτια τους.
Κλείσαμε δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο με σοβιετική ατμόσφαιρα (αυτό ένιωθα σε εκείνο το τεράστιο κτίριο που είχε και από έναν φρουρό σε κάθε όροφο). Την επόμενη μέρα έμεινα στο ξενοδοχείο με το μωρό, ενώ ο Μέντελ πήγε στη συναγωγή να απαγγείλει τη Μινχά, την απογευματινή προσευχή. Υποτίθεται πως σε μία ώρα θα επέστρεφε.
Εν τω μεταξύ, ετοίμασα «το βραδυνό» στο δωμάτιο του ξενοδοχείου: άνοιξα μια κονσέρβα τόνο με πίκλες και τα τοποθέτησα όμορφα στο πιάτο. Έκοψα σαλάτα με λαχανικά που είχαμε αγοράσει και έβγαλα μερικά κράκερς και Ματσά. Έτοιμο το δείπνο! Και μετά περίμενα.... και περίμενα.... αλλά ο Μέντελ δεν ερχόταν. Μόνη σε μια ξένη χώρα, χωρίς να γνωρίζω ούτε λέξη από Ρώσικα άρχισα να φαντάζομαι όλα τα κακά. Μήπως τον λήστεψαν; Μήπως τον απήγαγαν; Μήπως τον δολοφόνησαν; (Το Μπακού απέχει μόνο 100 χλμ από την Τεχεράνη). Δεν είχαμε ούτε κινητά για να επικοινωνήσουμε και να δω που είναι. Τηλεφώνησα σε κατάσταση υστερίας στους μόνους ανθρώπους που μπορούσα, στους γονείς μου. Προσπάθησαν να με ηρεμήσουν, λέγοντάς μου πως ο Μέντελ μπορεί να είχε αργήσει για πιο απλούς λόγους, όπως δηλαδή ότι είχε συναντήσει κάποιους στη συναγωγή. Εγώ πάντως δεν μπορούσα να ηρεμήσω (εκτός των άλλων ήμουν 3 εβδομάδων λεχώνα και σε ορμονική αναστάτωση). Τελικά, ο Μέντελ έφτασε ατάραχος μετά από 2 ½ ώρες και χαμογελώντας με ρώτησε: «Μήπως ανησύχησες;». Είχε συναντήσει κάποια σημαντιικά πρόσωπα της τοπικής κοινότητας (αυτός άλλωστε ήταν και ο σκοπός του ταξιδιού μας εκεί) και δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να με ειδοποιήσει.
Χάρηκα τόσο πολύ που τον είδα που ξέχασα να βάλω τις φωνές.
Υ.Γ. Για διάφορους λόγους αποφασίσαμε να μην εγκατασταθούμε στο Μπακού όπου τώρα υπάρχει ένα πολύ επιτυχημένο κέντρο Χαμπάντ. Τελικά, καταλήξαμε στην Ελλάδα και δεν νομίζω πως τα πηγαίνουμε άσχημα!