Ταπεινότητα κι Ευτυχία: Πως το εγώ συγκρούεται με την πραγματική χαρά

Από τις διδασκαλίες του Ραβίνου Σσόλομ Ντόμπβερ του Λουμπάβιτς


Πολλοί και διάφοροι είναι οι τρόποι να βιώσουμε την κλίμακα της ζωής μέσα στην βιόσφαιρα της γης, παρ’ όλα αυτά μια ύπαρξη επιλέγει να περάσει τον χρόνο της εδώ απορροφημένη σε μια εμμονή με την ίδια της την ύπαρξη. Άλλες υπάρξεις επιδεικνύουν εξυπνάδα, αλλά η εξυπνάδα αυτής της ύπαρξης είναι τόσο ασταθής που τυλίγεται στον εαυτό της στερεώνοντας το βλέμμα του πάνω στη δική της ύπαρξη σχεδόν σαν τα μάτια κάποιου άλλου και παρατηρώντας, «Εγώ είμαι». Κι εκεί ξεκινάνε τα βάσανα.

«Το εγώ είμαι» βρίσκεται στη ρίζα κάθε σχίσματος, παρεμβάλοντας μια σφήνα ανάμεσα στα πλάσματα και τις εμπειρίες της ζωής τους, ανάμεσα στους πλασμένους και τον Πλάστη. Με το «εγώ είμαι», είμαι το κέντρο όλων των πραγμάτων. Με το «εγώ είμαι» τότε ποιοί είναι «αυτοί;» Με το «εγώ είμαι» δεν υπάρχει τίποτα το τόσο πραγματικό όσο εγώ. Στην πραγματικότητα, έγινα ο ίδιος μου ο Θ-ός, το μέτρο όλων των πραγμάτων.


Ο Ραβίνος Σσαλόμ Ντόνμπερ, πέμπτος Ρέμπε στη διαδοχή των ραβίνων της Χαμπάντ- Λουμπάβιτς ήταν ένας εις βάθος στοχαστής, παρ’ όλα αυτά αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να προσγειώσει ουράνιες ιδέες εδώ κάτω στη γη. Στη μέση ενός πνευματικά προκλητικού χασσιδικού λόγου που έβγαλε το 1918 παλεύει με μια έντονα πρακτική πρόκληση για τον πνευματικό ζητητή. Να κρατάμε το φρόνημά μας ψηλά ενώ κρατάμε τον εγωισμό μας χαμηλά. Μπορεί να εκπλαγούμε κατά κάποιον τρόπο να ανακαλύψουμε ότι όχι μόνο δεν υπάρχει καμμία διαφωνία ανάμεσα στους δυο αλλά στην πραγματικότητα η ευτυχία και η ταπεινότητα κάνουν ένα θαυμάσιο ζευγάρι.


Ο εαυτός ενάντια στην χαρά

…ο δίαυλος για να δεχτούμε χαρά από ψηλά είναι μια αίσθηση του τίποτα (βαθύ μπιτούλ=αναίρεση) μπροστά στον Πλάστη. Όποτε υπάρχει αυτό το τίποτα, η χαρά λάμπει από ψηλά. Κι όποτε υπάρχει μοιρολατρία δεν υπάρχει χαρά.

Όπως λέει ο στίχος, «Οι ταπεινοί θα αυξήσουν την χαρά στον Θ-ό». Έτσι φαίνεται ότι η ταπεινότητα και η χαρά είναι συνδεδεμένα. Είναι συγκεκριμένα οι ταπεινοί που μπορούν να φέρουν χαρά στον Θ-ό.

Επιφανειακά είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Η ταπεινότητα είναι ένα συναίσθημα κατωτερότητας κι έλλειψης αξίας του εαυτού, ενώ η χαρά προυποθέτει ένα ανυψωμένο πνεύμα κι ένα αίσθημα αυτο-εκτίμησης. Αν είναι έτσι πως θα μπορούσε η ταπεινότητα να είναι ένα κανάλι που δέχεται την χαρά;

Η απάντηση είναι ότι η ταπεινότητα δεν είναι το είδος της ποταπότητας που προέρχεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση στην οποία κάποιος δεν βρίσκει τίποτα καλό στον εαυτό του ή ότι είναι, Θ-ός φυλάξοι, σε ένα μονοπάτι που δεν είναι καλό. Μάλλον η ποταπότητα της ταπεινοφροσύνης είναι απλά επειδή δεν αισθάνεται τον εαυτό του τόσο πολύ. Δεν υπολογίζει τον εαυτό του να είναι τόσο πολύ «κάποιος» παρόλο το καλό που έχει. Αν και είναι καλός και σωστός με την Τορά και τις μιτσβότ και στην λατρεία του με τον Θ-ό με αυτοθυσία, δεν είναι τόσο σπουδαίος στα μάτια του ώστε να να θεωρείται ότι έχει καταφέρει κάποιο συγκεκριμένο πνευματικό επίπεδο εξαιτίας όλων αυτών.

Δεν είναι ότι δεν ξέρει για το καλό του. Είναι ότι ενώ ξέρει ότι είναι καλός και σωστός και τα πάντα, δεν το κάνει θέμα. Βασικά, έχει ένα ουσιώδες αίσθημα του τίποτα κι ολόκληρη η στάση του πηγάζει από κει. Βλέπετε, κάποιος που έχει αυτό του ουσιώδες αίσθημα του τίποτα δεν κάνει θέμα κανένα από τα επιτεύγματά του. Απλά δεν προσέχει τον εαυτό του τόσο πολύ, έτσι επομένως δεν σκέφτεται για την σπουδαιότητά του σε κανένα θέμα. Ειδικά όταν σκέφτεται ότι οτιδήποτε καλό έχει – την πίστη του, την αγάπη του για τον Θ-ό – κανένα από αυτά δεν είναι δικό του επίτευγμα. Μάλλον είναι μια κληρονομιά από τον Αβραάμ τον πατέρα μας που ήταν ο πρώτος πιστός και η κεφαλή όλων όσων πιστεύουν. Η πίστη του Αβραάμ ήταν μέσω της αρμοδιότητάς του επειδή ήρθε να αναγνωρίσει τον Δημιουργό του μόνος του. Αν είναι έτσι και η πίστη του ήταν γνωστική και πέρασε αυτή την πίστη στα παιδιά του μετά από αυτόν. Ομοίως, ο δεσμός στην Θ-ότητα που είναι η κρυμμένη αγάπη μέσα σε κάθε Εβραίο είναι επίσης μια κληρονομιά από τους προπάτορές μας.

Είναι σαν έναν γιο που κληρονομεί μεγάλο πλούτο από τον πατέρα του. Δεν τον πήρε μέσα από την δική του σκληρή δουλειά. Το μόνο που έκανε ήταν να μετάσχει σε αυτό που προετοίμασαν οι πατεράδες του...


Το μυστικό του Μωυσή

Αυτό είναι γραμμένο για τον Μωυσή, «Κι ο άντρας Μωυσής ήταν πολύ ταπεινός, περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα στο πρόσωπο της γης». Αν και ο Μωυσής ήξερε την μεγαλοσύνη του, ότι ήταν σε ψηλότερο επίπεδο από οποιονδήποτε άλλον, παρόλα αυτά παρέμεινε ο πιο ταπεινός από όλους τους ανθρώπους. Μπορούσε να το κάνει αυτό επειδή αισθανόταν ότι τα πάντα του δινόντουσαν από ψηλά. Έτσι κι αλλοιώς, όταν γεννήθηκε η μητέρα του είδε ακόμα και τότε «ότι ήταν καλός». Έτσι ο Μωυσής εκτίμησε ότι αν δόθηκαν τέτοιες ικανότητες σε κάποιον άλλον, αυτό το άτομο πρέπει να είναι σε τέτοιο επίπεδο- και ίσως παραπάνω εφόσον μπορεί να φανερώσει αυτές τις ικανότητες ακόμα παραπάνω.

Αυτός ο τύπος της ταπεινότητας είναι ένα κανάλι χαράς. Γιατί αμέσως μόλις αρχίζεις να αισθάνεσαι την ίδια σου την ύπαρξη, χάνεις την ευκαιρία για αληθινή αγάπη. Αυτό το αίσθημα του να αισθανόμαστε για τον εαυτό μας ότι είναι το αρχέγονο φίδι και είναι γνωστό ότι το φίδι είναι από τη φύση του πάντα καταθλιμμένο.

Επιφανειακά πρέπει να είναι το αντίθετο, ότι κάποιος που αισθάνεται ότι είναι πολύ δυνατός πρέπει επίσης να αισθανθεί το καλό που έχει πάρει ακόμα περισσότερο. Αν είναι έτσι πρέπει να είναι πιο χαρούμενος από κάποιον που δεν σκέφτεται τόσο πολύ τον εαυτό του. Αλλά όχι, η ευτυχία του δεν είναι ποτέ τέλεια κι αυτό συμβαίνει για δυο λόγους:

Πρώτων, επειδή πιστεύει ότι ο Θ-ός του το χρωστάει, έτσι ποιός ο λόγος να το γιορτάζουμε; Ένα άτομο είναι ιδιαίτερα χαρούμενο όταν παίρνει ένα δώρο, αλλά γι αυτό το άτομο δεν υπάρχουν καθόλου δώρα εφόσον στο μυαλό του παίρνει απλά την ανταμοιβή του. Παίρνει υπ’ όψιν του πόσο καλός και σωστός είναι και λογαριάζει ότι οτιδήποτε παίρνει του το οφείλουν κι έτσι η ευτυχία του δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένη.

Δεύτερον, επειδή αισθάνεται τον εαυτό του τόσο δυνατό, τίποτα δεν είναι αρκετό ποτέ. «Εκείνος που έχει εκατό επιθυμίες διακόσιες ... και κανένας δεν πεθαίνει με μισή την επιθυμία του στο χέρι του». Αν είναι έτσι δεν είναι ποτέ ικανός να χαρεί πλήρως. Στην πραγματικότητα, μέσα από οποιαδήποτε ευτυχία που καταφέρνει, είναι θαμμένη μια κάποια θλίψη εφόσον εκείνος παραμένει ουσιαστικά μη ικανοποιημένος. Πολύ περισσότερο ώστε όταν δεν παίρνει αυτό που αισθάνεται ότι του αξίζει, τότε είναι πραγματικά στενοχωρημένος.

Η χαρά ενός ταπεινού ανθρώπου από την άλλη πλευρά είναι πλήρης. Αυτός γιορτάζει διαρκώς. Έτσι κι αλλοιώς, εφόσον δεν θεωρεί τον εαυτό του τόσο σπουδαίο αισθάνεται ότι δεν του αξίζει τίποτα απολύτως. Γι αυτόν, οτιδήποτε λαμβάνει είναι ένα δώρο κι έτσι η αιτία για μεγάλη γιορτή. Κι αν η εισροή της ζωής είναι καμμιά φορά ελλειπής, ούτε κι αυτό τον λυπεί, εφόσον αισθάνεται ότι δεν του αξίζει τίποτα έτσι κι αλλοιώς, έτσι γιατί πρέπει να είναι στενοχωρημένος;

Εκτός αυτού, εφόσον είναι με δυσκολία μια ύπαρξη στα μάτια του, δεν του λείπει τίποτα κι οτιδήποτε του συμβαίνει είναι δικαιολογημένο. Γι αυτόν τον λόγο δεν είναι ποτέ στενοχωρημένος κι αντιθέτως αυτός χαίρεται ακόμα και με τις ελλείψεις του.

Η ταπεινότητα και μια αίσθηση του τίποτα, όπως αποδεικνύεται είναι η δίοδος από όπου παίρνουμε και η αιτία για ευτυχία.