Ένας Αμερικανός τραπεζικός ο Ότο Καν γεννήθηκε Εβραίος αλλά στην πορεία βαφτίστηκε Χριστιανός. Κάποτε περπατούσε με έναν φίλο του που είχε καμπούρα όταν πέρασαν έξω από μια συναγωγή.
 «Ξέρεις» λέει ο Καν «κάποτε ήμουν Εβραίος».
 Και απαντά ο φίλος του :
 «Κι εγώ κάποτε είχα καμπούρα».

                                    ----------

`Ενας Χασιδιστής νέος εγκαταλείπει τη μικρή πόλη που ζούσε στην Πολωνία και πηγαίνει στο Λονδίνο. Αμέσως πετά τη θρησκευτική του ενδυμασία και τις συνήθειές του και προσπαθεί να γίνει `Αγγλος. Παρακολουθεί μαθήματα στη δικηγορική σχολή και παντρεύεται γυναίκα από ευυπόληπτη Εβραϊκή οικογένεια που έχει αφομοιωθεί.
 Μια μέρα λαμβάνει τηλεγράφημα από τον πατέρα του ότι θα τον επισκεφτεί. Ο άντρας πανικοβάλλεται. `Οταν πηγαίνει στο λιμάνι να τον συναντήσει του λέει:
 «Πατέρα εάν έρθεις στο σπίτι με αυτό το μακρύ παλτό, το κάλυμμα του κεφαλιού και  τα γένια θα με καταστρέψεις. Πρέπει λοιπόν να κάνεις ό,τι σου ζητήσω».
 Ο πατέρας συμφωνεί.
 Ο άντρας πηγαίνει το γέρο πατέρα του στον καλύτερο ράφτη του Λονδίνου και του αγοράζει ένα πολύ ωραίο κουστούμι. Ο ηλικιωμένος όμως φαίνεται ότι είναι Εβραίος. `Ετσι τον πηγαίνει στον κουρέα. Του ξυρίζει το μούσι και σιγά σιγά αρχίζει να μοιάζει με `Αγγλο ευγενή. Υπάρχει όμως ακόμα ένα πρόβλημα, οι πεγιότ, οι μπούκλες γύρω από τα αυτιά του γέρου πατέρα.
 «Λυπάμαι πατέρα, πρέπει να τις κόψουμε και αυτές».
 Ο πατέρας δε λέει κουβέντα. Ο κουρέας κόβει τη μία πεγιά. Καμία αντίδραση από τον πατέρα. `Οταν όμως ο κουρέας αρχίζει να κόβει και την άλλη πεγιά δάκρυα αρχίζουν να κυλούν στο πρόσωπό του.
 «Γιατί κλαις πατέρα;» ρωτά ο γιος.
 «Κλαίω γιατί χάσαμε την Ινδία».

                                      ----------

 Μια ηλικιωμένη γυναίκα φεύγει από το σπίτι της στο Μπρούκλιν για την Ινδία. Ταξιδεύει με τα πόδια πάνω σε λόφους και βουνά. Διασχίζει κοιλάδες και ποτάμια και τελικά φτάνει σε ένα μικρό αγροτικό χωριό πλάι σε ένα απότομο βουνό. Στην κορφή του βουνού υπάρχει ένα άσσραμ όπου κατοικεί ένας μεγάλος πνευματικός ηγέτης, ο γκουρού Μπάμπα Γκανέσς.
 Η γυναίκα βάζει όλο της το κουράγιο και μετά από πολλές ώρες φτάνει στην κορυφή του βουνού. Εκεί ανακοινώνει ότι ήρθε για να δει τον γκουρού.
 «Αυτό είναι αδύνατο» της λέει ο βοηθός του. «Κανένας δεν μπορεί να δει το μεγάλο γκουρού για τους επόμενους έξι μήνες».
 «Μα πρέπει να τον δω» αναφωνεί η ηλικιωμένη γυναίκα. Και κάθεται στο σκαλί της πόρτας του ασσράμ χωρίς φαγητό και νερό για τρεις ημέρες.
 Ο φύλακας απελπίζεται και τελικά της λέει:
 «Εντάξει, μπορείς να μπεις και να δεις τον ηγέτη μας αλλά πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δε θα πεις παραπάνω από τρεις λέξεις».
 Η γυναίκα υπόσχεται και ο άντρας την οδηγεί σε ένα μεγάλο μαρμάρινο διάδρομο. Ταπετσαρίες και κυματιστά υφάσματα καλύπτουν τους τοίχους. Στο τέλος του διαδρόμου μπαίνουν σε ένα δωμάτιο περνώντας κάτω από μια μεγάλη καμάρα. `Ενας νεαρός άντρας κάθεται σε ένα χαλάκι από μπαμπού σε στάση γιόγκα και ψέλνει: «Ομ σαντί».
 Τότε η γυναίκα στέκεται μπροστά του και τον παρακαλεί:
 «Σσέλντον, γύρνα σπίτι». 

                                   ----------

`Ενας Εβραίος θέλει απεγνωσμένα να γίνει μέλος σε μια πολυτελή, επαρχιακή λέσχη αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί λόγω της θρησκείας του. Αλλάζει λοιπόν θρήσκευμα και κάνει αίτηση για να γίνει μέλος.
 «Πώς λέγεστε» τον ρωτά ο υπεύθυνος για τις αιτήσεις.
 Αυτός δίνει ένα πομπώδες όνομα όπως «Χάτσινσον Ρίβερ Παρκογουέι Ο Τρίτος».
 «Τι επάγγελμα κάνετε;»
 «`Εχω μια θέση στο στο Γραφείο Συναλλάγματος στη Νέα Υόρκη και ένα κτήμα όπου εκτρέφω άλογα».
 «Και μία τελευταία ερώτηση. Ποιο είναι το θρήσκευμά σας;»
 «Το θρήσκευμά μου; Γιατί με ρωτάτε, αφού είμαι γκόι».

                                   ----------

 `Ενας Εβραίος ασπάζεται τον καθολικισμό και τελικά γίνεται ιερέας. Μια μέρα τον καλούν να μιλήσει στην εκκλησία. Μετά τη λειτουργία ο επίσκοπος τον συγχαίρει.
 «`Ολα ήταν άψογα» του λέει.
 «Μόνο που την επόμενη φορά, ίσως δε θα πρέπει να αρχίσεις λέγοντας, ‘Αγαπητοί γκογίμ’. 

                                  ----------

Το τηλέφωνο χτυπά στο σπίτι και απαντά η μητέρα. Είναι η κόρη της.
 «Μαμά» λέει, «αρραβωνιάστηκα».
 «Μαζάλ Τοβ» απαντά η μητέρα ενθουσιασμένη.
 «Ναι αλλά πρέπει να μάθεις κάτι, μαμά. Ο Τζον δεν είναι Εβραίος».
 Η μητέρα δε λέει τίποτα.
 «Και ψάχνει για δουλειά. Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε καθόλου χρήματα».
 «Αυτό δεν είναι πρόβλημα» απαντά η μητέρα. «Θα έρθετε να μείνετε μαζί μας. Θα σας δώσουμε την κρεβατοκάμαρά μας».
 «Και εσείς πού θα μείνετε;»
 «Ο μπαμπάς θα κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού».
 «Κι εσύ μαμά;»
 «Μην ανησυχείς για μένα. Μόλις κλείσουμε το τηλέφωνο θα πέσω από το παράθυρο».

----------

Ένας νεαρός μελετητής του Ταλμούδ που έφυγε από την Πολωνία και πήγε στην Αμερική, επιστρέφει μετά από αρκετά χρόνια για να δει την οικογένειά του.

«Μα πού είναι το μούσι σου;» ρωτά η μητέρα.
«Μαμά, στην Αμερική κανείς δεν έχει μούσι».
«Κρατάς τουλάχιστον το Σσαμπάτ;».
«Μαμά, η δουλειά είναι δουλειά. Στην Αμερική ο κόσμος δουλεύει και το Σσαμπάτ».
«Πιστεύω όμως να τρως ακόμα φαγητό κασσέρ».
«Μαμά, είναι πολύ δύσκολο να βρείς κασσέρ στην Αμερική».
Η ηλικιωμένη κυρία διστάζει λίγο και μετά με βαθύ αναστεναγμό ψιθυρίζει:
«Σσλόμο, πες μου κάτι σε παρακαλώ. Έχεις ακόμα περιτομή;».