`Ενας Εβραίος πηγαίνει σε ένα ακριβό βιβλιοπωλείο.
 «Θέλω να αγοράσω τον καλύτερο στυλό Μοντμπλάνκ που έχετε για τα γενέθλια της γυναίκας μου» λέει στον πωλητή.
 «Θα είναι πολύ μεγάλη έκπληξη για εκείνη» λέει ο πωλητής.
 «Φυσικά και θα είναι. Περιμένει να της πάρω γούνα».

                                   ----------

 Μία σέξυ νεαρή γυναίκα πηγαίνει σε ένα εορταστικό δείπνο, κρατώντας από το μπράτσο ένα άντρα πολύ μεγαλύτερό της. Στο δείπνο, η γυναίκα που κάθεται δίπλα της, της λέει:
 «Το διαμάντι που φοράτε είναι υπέροχο. `Ισως είναι το ωραιότερο που έχω δει ποτέ».
 «Ευχαριστώ» απαντά η γυναίκα. «Είναι πολύ γνωστό διαμάντι. Ονομάζεται Πλότνικ».
 «Διαμάντι με όνομα. Τι ρομαντικό!`Εχει και κάποια ιστορία;».
 «Φυσικά! Είναι καταραμένο».
 «Καταραμένο; Και ποια είναι η κατάρα;»
 «Ο κύριος Πλότνικ». 

                                   ----------

Ο δήμαρχος μιας μικρής εβραϊκής πόλης περπατά δίπλα σε ένα εργοτάξιο με τη γυναίκα του. `Ενας από τους εργάτες φωνάζει στη γυναίκα:
 «Τι κάνεις `Οφρα;»
 «Χαίρομαι που σε βλέπω`Ιζικ» απαντά η γυναίκα. Στη συνέχεια συστήνει τον εργάτη στο σύζυγό της και κουβεντιάζει μαζί του για λίγο με ευχαρίστηση. `Οταν απομακρύνονται από εκείνο το σημείο, ο δήμαρχος ρωτά τη γυναίκα του:
 «Πού τον ξέρεις αυτόν τον άντρα;»
 «Τα είχαμε στο σχολείο. Μου είχε κάνει μάλιστα και πρόταση γάμου». 
 Ο άντρας γελά και λέει:
 «Θα πρέπει να μου είσαι ευγνώμων. Εάν δεν ήμουν εγώ, τώρα θα ήσουν η γυναίκα ενός εργάτη».
 «Μην το λες» απαντά η γυναίκα. «Εάν είχα παντρευτεί αυτόν, τώρα θα ήταν δήμαρχος». 

                                   ----------

`Ενας άντρας πηγαίνει στον επικεφαλής των νεκροθαφτών. Χρειάζεται ένα δάνειο για να πληρώσει την κηδεία της γυναίκας του που μόλις είχε πεθάνει.
«Μα σας δώσαμε χρήματα να θάψετε τη γυναίκα σας πριν τρία χρόνια» ήταν η απάντηση του επικεφαλής.
«Ναι, αλλά ξαναπαντρεύτηκα».
«Ω! Δεν το ήξερα. Συγχαρητήρια!». 

                                   ----------

`Ενας άντρας εκατόν ενός και η ενενηταεννιάχρονη γυναίκα του πηγαίνουν στο δικαστήριο γιατί θέλουν διαζύγιο.
 «Πόσα χρόνια είστε παντρεμένοι;» ρωτά ο διακαστής.
 «Εβδομήντα εννιά χρόνια».
 «Και πόσα χρόνια είστε δυστυχισμένοι;»
 «Σχεδόν όλα τα χρόνια».
 «Και γιατί θέλετε τώρα διαζύγιο;»
 «Γιατί περιμέναμε να πεθάνουν τα παιδιά».

                                   ----------

Το δηλητήριο

`Ενας άντρας πηγαίνει στο ραβίνο.
«Δάσκαλε, μου συμβαίνει κάτι φοβερό και πρέπει να σου μιλήσω».
«Τι είναι;» ρωτά ο ραβίνος.
«Η γυναίκα μου με δηλητηριάζει».
Ο ραβίνος έμεινε έκπληκτος αλλά ρώτησε:
«Πώς γίνεται αυτό;»
«Συμβαίνει σου λέω, τι να κάνω;»
«Λοιπόν άσε με να της μιλήσω. Θα δω τι μπορώ να ανακαλύψω και θα σου πω» είπε τελικά ο ραβίνος.
Την επόμενη μέρα ο ραβίνος τηλεφώνησε στον άντρα και του είπε:
«Λοιπόν, εχτές μιλούσα στο τηλέφωνο με τη γυναίκα σου, πάνω από τρεις ώρες. Θέλεις τη συμβουλή μου;»
«Ναι» είπε ο άντρας με αγωνία.
«Πάρε το δηλητήριο».

                                      ----------

Ένας άντρας αρχίζει να πεινάει. Πηγαίνει στο ψυγείο, το ανοίγει επιθεωρεί το περιεχόμενο και μετά κλείνει την πόρτα. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ξαναπηγαίνει στο ψυγείο, ανοίγει πάλι την πόρτα και κοιτάζει ξανά το περιεχόμενο. Κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε και κλείνει πάλι το ψυγείο. Δέκα λεπτά αργότερα, γυρνά στο ψυγείο για τρίτη φορά και ανοίγει την πόρτα. Τότε φωνάζει η γυναίκα του:
 «Μοσσέ, γιατί άνοιξες πάλι το ψυγείο, αφού δεν άλλαξε τίποτα από την τελευταία φορά που το κοίταξες».
 «Απλά μείωσα τις απαιτήσεις μου».

                                   ----------

Ο σύζυγος πότε ξύπναγε από το κώμα και πότε ξαναέπεφτε σε αυτό, για αρκετούς μήνες. Η πιστή του γυναίκα όμως βρίσκονταν κάθε μέρα δίπλα του. Κάποια στιγμή της έκανε νόημα να πάει κοντά του και της είπε:
Ξέρεις κάτι; Ήσουν μαζί μου όλες τις άσχημες στιγμές. Όταν πήρε το μαγαζί φωτιά, όταν η επιχείρησή μου έπεσε έξω, όταν με πυροβόλησαν, όταν χάσαμε το σπίτι μας, ακόμα και όταν η υγεία μου άρχισε να κλονίζεται, εσύ ήσουν πάντα κοντά μου. Θέλεις να μάθεις κάτι;
Τι αγάπη μου;
Νομίζω πως μου έφερες γρουσουζιά.

                                   ----------

Ο οδηγός

Ο Σίριλ οδηγούσε στην εθνική οδό όταν τον σταμάτησε ένας αστυνομικός και του είπε:
«Η γυναίκα σας έχει πέσει έξω από το αυτοκίνητο εδώ και τρία χιλιόμετρα».
Και ο Σίριλ απαντά: «Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου,  γιατί νόμιζα ότι κουφάθηκα».

----------

Μία νεαρή γυναίκα πηγαίνει σπίτι το μνηστήρα της για να τον γνωρίσει στους δικούς της. Μετά το δείπνο η μητέρα της λέει στον πατέρα της να μάθει περισσότερα για το νέο άντρα. Ο πατέρας προτείνει στον μνηστήρα να πιουν ένα ποτό στο σαλόνι.
Ποια είναι τα σχέδιά σου νεαρέ μου;
Είμαι μελετητής της Τορά.
Μελετητής της Τορά. Μμμ! Αξιοθαύμαστο, αλλά πώς σκοπεύεις να εξασφαλίσεις στην κόρη μου ένα όμορφο σπιτικό για να ζει, όπως έχει συνηθίσει μέχρι τώρα;
Μα θα μελετώ! Και έχει ο Θ-ός.
Και πώς θα της αγοράσεις ένα δαχτυλίδι αρραβώνων, όμορφο σαν κι εκείνη;
Θα συγκεντρωθώ ακόμα περισσότερο στη μελέτη μου και έχει ο Θ-ός! Και παιδιά; Πώς θα μεγαλώσετε τα παιδιά σας;
Μην ανησυχείτε, έχει ο Θ-ός!
Η συζήτηση συνεχίζονταν με αυτόν τον τρόπο και σε κάθε ερώτηση του πατέρα ο νεαρός απαντούσε «έχει ο Θ-ός!».
Αργότερα η μητέρα ρώτησε τον πατέρα: «Πώς πήγε η κουβέντα χρυσέ μου;»
Και ο πατέρας απάντησε: «Δεν έχει δουλειά, δεν κάνει σχέδια, αλλά τα καλά νέα είναι πως με βλέπει σαν Θ-ό».

                                   ----------

Δώρο επετείου

Ο Λάρι ρωτά τη γυναίκα του Τζούντιθ τι δώρο θα ήθελε για την 30η επέτειο του γάμου τους. Πριν καν απαντήσει, ο Λάρι της προτείνει ένα διαμαντένιο κολιέ από το Τίφανις.
«`Όχι, δεν είχα αυτό στο μυαλό μου», απαντά η Τζούντιθ.
«Τότε ένα καινούργιο αυτοκίνητο; Το νέο μοντέλο της Λέξους;».
«`Όχι, όχι αυτό που έχω είναι μια χαρά».
«Τι θα έλεγες για ένα ταξίδι; Μπορούμε να ξανακάνουμε το γύρο του κόσμου».
Η Τζούντιθ αρνείται ξανά την προσφορά.
«Παραιτούμαι» λέει εξοργισμένος ο Λάρι. «Τι δώρο θέλεις για την επέτειό μας;»
«Θέλω διαζύγιο Λάρι» απαντά η Τζούντιθ χαμηλόφωνα.
«Ωχ, όχι!» λέει ο Λάρι, «δεν σκόπευα να ξοδέψω τόσα πολλά».

                                   ----------

Έλλειψη σεβασμού

Το αφεντικό παραπονιόταν σε μια συνάντηση με το προσωπικό ότι αυτό δεν τον σεβόταν καθόλου.

Λίγες ώρες αργότερα βγήκε έξω και επέστρεψε με μια μικρή ταμπελίτσα που έλεγε, «Εγώ είμαι το αφεντικό», την οποία τοποθέτησε στην πόρτα του γραφείου του.

Στη συνέχεια, όταν επέστρεψε στο γραφείο του μετά το μεσημεριανό φαγητό, βρήκε ένα σημείωμα κάτω από την ταμπελίτσα που έλεγε: «Τηλεφώνησε η γυναίκα σας και θέλει την ταμπελίτσα της πίσω».

----------

Μια μέρα η Μπέτυ πηγαίνει στον οδοντίατρο και τον ρωτά πόσο θα κοστίσει η εξαγωγή φρονιμίτη.
«Ογδόντα λίρες» λέει ο οδοντίατρος.
«Μα αυτό είναι γελοίο, δεν υπάρχει φθηνότερος τρόπος;».
«Κοίτα, αν δεν χρησιμοποιήσω αναισθητικό, μπορώ να ρίξω την τιμή στις 60 λίρες».
«Και πάλι είναι ακριβό» διαμαρτύρεται η Μπέτυ.
«Λοιπόν, αν δεν χρησιμοποιήσω αναισθητικό και  σου βγάλω το δόντι με την τανάλια, θα σου χρεώσω μόνο 20 λίρες».
«Και πάλι είναι πολλά».
«Μμμ» λέει τώρα ο γιατρός ξύνοντας το κεφάλι του, «εάν βάλω ένα από τους μαθητές μου να στο βγάλει χωρίς αναισθητικό και με μια παλιά τανάλια, έτσι για την εμπειρία, καταλαβαίνεις, μπορώ να σε χρεώσω μόνο 10 λίρες».
«Θαυμάσια» φωνάζει τότε η γυναίκα «κλείστε ραντεβού για το σύζυγό μου, την επόμενη Τρίτη!».

----------

Ένας ζητιάνος παρακάλεσε έναν κύριο στο δρόμο να του δώσει 2 ευρώ.
«Τα θες για να μεθύσεις;»ρώτησε ο κύριος.
«Όχι δεν πίνω» απάντησε ο ζητιάνος.
«Θα παίξεις χαρτιά;».
«Όχι, δεν παίζω χαρτιά».
Περίεργος ο κύριος ρώτησε κάτι άλλο:
«Μήπως τα θες για στοιχήματα;».
Και άλλη μια φορά ο ζητιάνος απάντησε:
«Όχι, δεν παίζω στοιχήματα».
«Τότε έλα μαζί μου σε παρακαλώ για να δείξω στη γυναίκα μου τι παθαίνει κάποιος που δεν πίνει, δεν παίζει χαρτιά και δεν ποντάρει σε στοιχήματα».

 ----------

Στα Εβραϊκά Χρονικά δημοσιεύτηκε η παρακάτω αγγελία:

Ζητείται σύζυγος      
Παρακαλώ αποστείλατε απαντήσεις στη Ταχυδρομική Θυρίδα 123

5000 άτομα απάντησαν στην αγγελία γράφοντας:
Μπορείς να πάρεις την δίκη μου.

 ----------

«Μωυσή, θα με αγαπάς όταν θα ασπρίσουν τα μαλλιά μου» ρώτησε η Γέντε.
«Φυσικά», απατάει ο Μωυσής, «σε αγαπούσα όταν ήσουν ξανθιά, μελαχρινή, κοκκινομάλλα, και όλα τα άλλα χρώματα. Γιατί όχι και ασπρομάλλα».

---------- 

Η Τζέιν έγραφε με μεγάλα καθαρά γράμματα τα ονόματα των φαγητών επάνω στα πακέτα με τα κετεψυγμένα γεύματα: «Μπριζόλες» ή «Ψητό κατσαρόλας» ή «Κρέας με λαχανικά ή «Κοτόπουλο με μανιτάρια» ή «Κρεατόπιτα με βοδινό». Κάθε φορά όμως που ρωτούσε τον άντρας της τι φαγητό προτιμούσε, αυτός ποτέ δεν έλεγε κανένα από τα έτοιμα γεύματα. Η Τζέιν αποφάσισε λοιπόν να ταξινομήσει την κατάψυξη σύμφωνα με τις προτιμήσεις του συζύγου της.

Τα ταμπελάκια των φαγητών άλλαξαν εντελώς και τη θέση τους πήραν εντελώς καινούργια. Τώρα, σε πεντακάθαρες μικρές σακουλίτσες υπάρχουν τα εξής γεύματα: «Ό,τι να ‘ναι», «Οτιδήποτε», «Δεν ξέρω», «Δεν με νοιάζει», «Κάτι να τρώγεται», «Φαγητό». Ό,τι και να ζητήσει πια ο άντρας της Τζέιν είναι εκεί και τον περιμένει.

 ----------

Ο Μοσσέ διάβαζε ένα Κυριακάτικο πρωινό στα «Νέα από τον Κόσμο» για μια πανέμορφη σταρ του σινεμά που ανήγγειλε πως θα παντρευόταν έναν ποδοσφαιριστή, διάσημο όχι μόνο για τη βαρβαρότητά του εντός και εκτός γηπέδου, αλλά επίσης για την έλλειψη νοημοσύνης και εξυπνάδας.

Όπως πολλοί άλλοι άντρες, έτσι και ο Μοσσέ λάτρευε να διαβάζει φωναχτά τις ιστορίες από την εφημερίδα. Γϋρισε λοιπόν στη γυναίκα του Σάντι και της είπε:

«Δεν θα καταλάβω ποτέ γιατί οι μεγαλύτεροι κρετίνοι παντρεύονται τις καλύτερες γυναίκες».

Και η Σάντι: «Σ’ευχαριστώ πολύ καλέ μου!». 

 ----------

Η Γέντα έπρεπε να φωνάξει το γιατρό για να δει τον άντρα της Λάιονελ ο οποίος δεν αισθανόταν πολύ καλά.

Αφού τον εξέτασε ο γιατρός είπε στη Γέντα: «Ο άντρας σου είναι εξαντλημένος και πολύ κουρασμένος και χρειάζεται ξεκούραση και ανάπαυση. Εάν θέλεις να τον βοηθήσεις να γίνει καλά, σε παρακαλώ να παίρνεις ένα ηρεμιστικό, τέσσερις φορές την ημέρα. 

----------

Ο παππούς Μάρτιν γιορτάζει τα 100ά του γενέθλια με τους φίλους και την οικογένειά του. Όλοι του λένε πόσο νέος δείχνει και κάποιος ρεπόρτερ από ένα περιοδικό τον ρωτά: «Κύριε Λεβί φαίνεστε πολύ νέος για την ηλικία σας. Πώς καταφέρατε να διατηρήσετε ένα τόσο αθλητικό σώμα;».

«Κύριε Πολ, θα σας πω το μυστικό μου. Περισσότερα από 50 χρόνια της ζωής μου τα έχω περάσει έξω, περπατώντας μεγάλες αποστάσεις».

«Πολύ καλή συνήθεια. Αλήθεια πώς αποφασίσατε κάτι τέτοιο;».

«Δεν ήταν αποκλειστικά δική μου επιλογή. Όταν παντρεύτηκα τη σύζυγό μου Μπέτι, δώσαμε μια υπόσχεση που την κρατήσαμε και τα 64 χρόνια του γάμου μας».

«Και ποια ήταν αυτή τη υπόσχεση;».

«Να, υποσχεθήκαμε πως όταν τσακωνόμαστε, όποιος έχει άδικο θα βγαίνει έξω για περπάτημα».

----------

Η Τζούντιθ συναντά τυχαία τη φίλη της Έστερ και τη ρωτά, «Άκουσα ότι παντρεύτηκες. Είμαι πολύ χαρούμενη για σένα. Πες μου όμως – ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά;».

«Όχι, με τη δεύτερη. Αποκλείεται να ήξερα με την πρώτη ματιά πως ο Χάρι είναι πολυεκατομμυριούχος».  

Η Τζούντιθ και ο Ισαάκ έχουν στήσει γερό καυγά. «Με απογοήτευσες Ισαάκ» φωνάζει η Τζούντιθ, «όταν σε παντρεύτηκα νόμιζα πως ήσουν γενναίος».

Και ο Ισαάκ, «το ίδιο νόμιζαν και οι φίλοι μου».

----------

Αγγελία – διαφήμιση στον Εβραϊκό Τύπο

Προς πώληση από τον ιδιοκτήτη
Πλήρες σετ εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα
45 τόμοι
Σε άριστη κατάσταση
500€ αρχική τιμή
Δεν είναι χρήσιμη πλέον
Μόλις παντρεύτηκε
Η σύζυγος γνωρίζει τα πάντα.

----------

Πεθερικά

`Ενας νεαρός Εβραίος λέει ενθουσιασμένος στη μητέρα του ότι είναι ερωτευμένος και πρόκειται να παντρευτεί και της προτείνει μια ιδέα:
«Να μαμά, για πλάκα, θα φέρω εδώ τρεις γυναίκες κι εσύ θα προσπαθήσεις να μαντέψεις ποια από τις τρεις θα γίνει γυναίκα μου».
Η μητέρα συμφωνεί.
Την επόμενη μέρα φέρνει τις τρεις γυναίκες στο σπίτι. Κάθονται στον καναπέ και κουβεντιάζουν. Μετά από λίγο λέει ο νεαρός:
«Εντάξει μαμά, τώρα μάντεψε ποια θα παντρευτώ από τις τρεις». 
Και αυτή απαντά αμέσως: «Αυτή στα δεξιά».
«Μα αυτό είναι καταπληκτικό, Μαμά. Το βρήκες. Μα καλά, πώς το ήξερες;»
Και η μητέρα απαντά: «Είναι αυτή που δεν μου αρέσει».

                                   ----------

Σε ένα μικρό Ρωσικό σστετλ τον προηγούμενο αιώνα, δύο οικογένειες διαπραγματεύονταν με ένα εξέχον γεσσιβά να τους στείλει δύο σπουδαστές για να παντρευτούν τις κόρες τους. `Ετσι οι δύο άντρες ξεκίνησαν για την πόλη που ζούσαν οι νύφες. Στο δρόμο, όμως τους επιτέθηκαν Κοζάκοι και ο ένας άντρας σκοτώθηκε. Μόλις ο άλλος άντρας έφτασε στην πόλη ζωντανός, ξέσπασε καβγάς ανάμεσα στις μητέρες των δύο ανύπαντρων κοριτσιών. Κάθε μία υποστήριζε ότι νέος άντρας ήταν ο γαμπρός για τη δική της κόρη. Ο άντρας από μόνος του δεν μπορούσε να βοηθήσει την κατάσταση και έτσι το θέμα έφτασε στο ραββίνο της περιοχής.
 «Κόψτε τον άντρα στα δύο» αποφάσισε ο ραββίνος «και δώστε το μισό στην κάθε μία».
 «`Οχι, όχι» είπε η πρώτη μητέρα. «Μην τον σκοτώσετε. Η κόρη μου δεν τον θέλει».
 «Εμπρός κόψτε τον» είπε η άλλη μητέρα.
 Ο ραββίνος στάθηκε και έδειξε τη δεύτερη μητέρα λέγοντας: «Εκείνη είναι η πεθερά».

----------

Σσιντούχ - Προξενιά

 «Μα είναι χάλια» λέει ο νεαρός άντρας στο σσαντχάν (προξενητής). «Πώς μπορώ να παντρευτώ μια τέτοια γυναίκα;».
«Κοίτα, ή σου αρέσει ο Πικάσσο ή όχι».

 ----------

Είχαν περάσει εννιά χρόνια από τότε που ο σσάντχαν είχε επισκεφτεί την οικογένεια και τώρα ξεφνικά, εμφανίστηκε πάλι. Το αγόρι που ήταν πια ολόκληρος άντρας δεν είχε παντρευτεί ακόμα και η εξήγηση ήταν απλή: ζύγιζε σχεδόν εκατόν πενήντα κιλά, τραύλιζε, δεν είχε καμία αίσθηση του χιούμορ και γενικώς ήταν λίγο χαζός.
«Βρήκα επιτέλους νύφη για το γιο σας».
«Ποια είναι;» ρώτησαν με αγωνία οι γονείς.
«Περιμέντε. Πριν σας πω το όνομά της, θέλω να σας πληροφορήσω πως είναι μια γυναίκα πολύ υψηλής κοινωνικής θέσης, έχει μεγάλη περιουσία και ευγενή καταγωγή».
«Μια τέτοια για το γιο μας; Αυτό είναι θαυμάσιο. Άξιζε η αναμονή. Και ποιο είναι το όνομά της;».
«Πριγκίπισσα Άννα».
Η οικογένεια έμεινε άφωνη. Μετά από δυο λεπτά η μητέρα αντέδρασε θυμωμένη.
«Μια μη-Εβραία; Για το γιο μου;».
Ο σσάντχαν χρειάστηκε τρεις ώρες για να τους πείσει ότι δεν ήταν σε θέση να επιλέγουν. Τελικά συμφώνησαν και υπέγραψαν το συμβόλαιο. Ο σσάντχαν πήρε το έγγραφο, το δίπλωσε προσεκτικά και το έβαλε στην τσέπη του. Βγήκε έξω στο δρόμο, πήρε μια βαθιά ανάσα και μονολόγησε: «Κέρδισα τη μισή μάχη!».

---------- 

Ένας σσάντχαν προσπαθούσε να κανονίσει μια συνάντηση ανάμεσα σε έναν ωεαρό από την γεσσιβά και σε μια νεαρή κοπέλα. Το κορίτσι είχε πολύ πλούσιο πατέρα και εξαιρετική μόρφωση, αλλά είχε τσακωθεί με την ομορφιά. Όταν συνάντησε το κορίτσι, ο άντρας πήγε να δει τον σσάντχαν.

«Είναι πολύ ευγενική» είπε «και φυσικά πολύ έξυπνη. Αλλά είναι τόσο άσχημη που φοβάμαι πως αν την παντρευτώ θα είμαι δυστυχισμένος για όλη μου τη ζωή».

«Μη βιάζεσαι νεαρέ μου» είπε ο σσάντχαν που έτριβε τα χέρια του στην ιδέα αυτής της κερδοφόρας συμμαχίας. «Ας δούμε καλά το πρόβλημα. Εντάξει είναι άσχημη, αλλά για σκέψου το. Όταν μελετάς όλη την ημέρα, θα την κοιτάζεις; Όχι. Και όταν γυρνάς σπίτι για φαγητό, θα την κοιτάζεις; Όχι! Και όταν πηγαίνεις τη νύχτα για ύπνο, θα την κοιτάζεις στο σκοτάδι; Όχι βέβαια. Και στον ελεύθερο χρόνο σου θα θέλεις να την κοιτάζεις; Όχι, αλλά θα βγαίνεις βόλτα με τα παιδιά. Με το θέλημα του Θ-ού θα κάνεις μπόλικα. Σε ρωτώ λοιπόν τι σε πειράζει που είναι άσχημη; Μήπως θα την κοιτάζεις και ποτέ;».

 ----------

Ο σσάντχαν πλησίασε έναν νέο άντρα και του πρότεινε μια γνωριμία. Ο άντρας που δεν ήταν ούτε πλούσιος ούτε και τόσο έξυπνος ευχαριστήθηκε με την πρόταση και άκουγε προσεκτικά.

«Ξέρεις» είπε ο σσάντχαν «μου αρέσεις και είσαι καλός άνθρωπος. Πριν λοιπόν συναντήσεις το κορίτσι θέλω να σου πω κάποια πράγματα γι’ αυτήν. Να, δεν είναι και πολύ καλή μαγείρισσα. Βέβαια δεν πέθανε ποτέ κανείς από τη μαγειρική της, αλλά σσνόρερς δεν θα βρεις στο σπίτι της»¨.

«Λοιπόν» απάντησε ο νεαρός «αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό. Σάμπως εγώ ξέρω τίποτα για την εκλεπτυσμένη μαγειρική;».

«Βλέπω πως είσαι πολύ καλοκάγαθος. Γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ και κάτι ακόμα: το κορίτσι δεν είναι ωραίο. Δεν υπάρχει βέβαια κάτι κακό στην εμφάνισή της, αλλά δεν θα μπορούσε να λάβει μέρος σε διαγωνισμό ομορφιάς».

«Για να λέμε και την αλήθεια, ίσως παρατήρησες πως κι εγώ δεν είμαι ο Πρίγκηπας της Δανίας. Τουλάχιστον αν είναι άσχημη δεν θα την πειράζει κανείς».

«Έχεις απόλυτο δίκιο» είπε ο σσάντχαν, ευχαριστημένος που το πράγμα έπαιρνε τέτοια τροπή. «Αφού είναι έτσι τα πράγματα, θα σου πω κάτι ακόμα. Δεν μπορώ να σου πως πως είναι τέρας εξυπνάδας. Κάτι καταλαβαίνει, αλλά φοβάμαι πως είναι λίγο αργόστροφη».

«Σε μια γυναίκα αυτό μπορεί να είναι προτέρημα. Δεν θα ήθελα η γυναίκα μου να είναι πιο έξυπνη από μένα».

«Βλέπω πως είσαι πολύ έξυπνος» απάντησε τότε ο σσάντχαν. «Γι’ αυτό κι εγώ δεν θα σου κρύψω τίποτα. Θα ήθελα να σου πω πως το κορίτσι έχει μια μικρή καμπούρα».

«Καμπούρα; Πώς τόλμησες να μου προξενέψεις μια τέτοια γυναίκα;».

«Για στάσου ένα λεπτό» είπε ο σσάντχαν. «Εδώ εσύ ήσουν έτοιμος να την παντρευτείς και σε πειράζει κάτι τόσο μικρό;».

 ----------

Ο σσάντχαν της πόλης ήταν πια μεγάλος και δεν μπορούσε να τριγυρίζει όπως πριν. Προσέλαβε λοιπόν έναν νεαρό βοηθό που δεν ήξερε τίποτα για τη συγκεκριμένη δουλειά. Έπρεπε λοιπόν να του τα δείξει όλα από την αρχή, μαθαίνοντάς του όλα τα βασικά σημεία αυτού του είδους εμπορίου.

«Το πιο σημαντικό πράγμα είναι η υπερβολή» είπε ο σσάντχαν. Πρέπει να μεγαλοποιείτε τα πράγματα».
«Καταλαβαίνω» έλεγε ο βοηθός.

Μια μέρα ο σσάντχαν επισκέφτηκε για ένα προξενιό μια πλούσια οικογένεια που είχε μόνο ένα γιο και πήρε μαζί του το βοηθό του.
«Μην ξεχνάς» του είπε, «να δείχνεις ενθουσιασμό και να μην διστάζεις να υπερβάλλεις». 
Όταν έφτασαν, ο σσάντχαν ξεκίνησε: «Βρήκα το κατάλληλο κορίτσι για το γιο σας. Κατάγεται από πολύ καλή οικογένεια».
«Καλή οικογένεια» επανέλαβε ο βοηθός. «Απόγονοι του Γκαόν της Βίλνα».
«Και πλούσιοι» είπε ο σσάντχαν.
«Βασικά εκατομμυριούχοι» πρόσθεσε ο βοηθός.
«Και κοπέλα όμορφη».
«Όμορφη; Ακαταμάχητη!».
«Πρέπει να σας πω όμως» πρόσθεσε τότε ο σσάντχαν κοιτάζοντας με αυστηρό βλέμμα το βοηθό του «πως έχει ένα μικρό ελάττωμα. Να, στην πλάτη της έχει ένα μικρό εξόγκωμα».
«Μα καλέ τι λέτε εξόγκωμα;» φώναξε τότε ο βοηθός, «αυτό είναι κανονική καμπούρα!».

---------- 

Ένας σσάντχαν προσπαθεί να εντυπωσιάσει ένα νεαρό με τα πλούτη της οικογένειας της νύφης. Το αγόρι όμως είναι σκεπτικό και τον ρωτά:
«Μήπως δανείστηκαν τα ασημένια μαχαιροπήρουνα για να κάνουν καλή εντύπωση;».
«Κουταμάρες! Ποιος θα δάνειζε ασημένια μαχαιροπήρουνα σε αυτούς τους κλέφτες;».

---------- 

Ο κύριος Γκόλντμπερκ έχει άγχος να παντρευτεί αφού έχει πια περάσει την τρυφερή ηλικία των 45 και ψάχει απεγνωσμένα για ένα σσαντχάν. Αυτός εξυμνεί την υποψήφια νύφη και εκθειάζει τις αρετές της. Ο κ. Γκόλντμερκ υπομονετικά και κάπως σκεπτικός διακόπτει τον προξενητή και λέει:

«Μήπως ξέχασες κάτι;».
«Αποκλείεται! Τι;».
«Ό,τι κουτσαίνει».
«Μόνο όταν περπατά!».

---------- 

Ο Σσαντχάν έχει αγανακτήσει πια με τον πελάτη του γιατί δεν ξέρει πως να μιλήσει στις γυναίκες. Στα τελευταία 5 ραντεβού, οι κοπέλες αποκοιμήθηκαν επάνω στον ώμο του. Ο πελάτης ζητά ακόμα μια ευκαιρία και ρωτά τι μπορεί να κάνει. Ο σσαντχάν δέχεται να του δείξει για τελευταία φορά! Και είναι πράγματι απλό.
«Προετοίμασε τρία θέματα – για παράδειγμα, οικογένεια, αγάπη και φιλοσοφία. Μίλησε γι’αυτά και θα τα πας πολύ καλά».

Την ημέρα του ραντεβού ο πελάτης κοιτά το χαρτί του. 
1.    Οικογένεια - Γυρίζει λοιπόν προς την κοπέλα και τη ρωτά: «Έχεις αδερφό;». «Όχι» απαντά η κοπέλα, λέγοντας και διάφορα άλλα. 
2.    Αγάπη – «Αγαπάς τα μακαρόνια;». «Όχι». 
3.    Φιλοσοφία – «Εάν είχες αδερφό θα αγαπούσες τα μακαρόνια;».