Ο Μωυσής πηγαίνει στο ταχυδρομείο για να στείλει ένα δέμα στη γυναίκα του. Λέει τότε ο υπάλληλος του ταχυδρομείου:
- Αυτό το δέμα είναι πολύ βαρύ, θα χρειαστείτε κι άλλο γραμματόσημο.
- Και τότε θα γίνει ελαφρύτερο;
----------
Το τελευταίο γεύμα
Ο Φαμπρίτσιο, ο Ζακ και ο Άβι περιμένουν την εκτέλεσή τους όταν τους ρωτούν τι επιθυμούν για τελευταίο γεύμα.
Ο Φαμπρίτσιο ζητά πίτσα πεπερόνι την οποία του σερβίρουν. Στη συνέχεια εκτελείται. Ο Ζακ ζητά φιλετάκια μινιόν τα οποία του σερβίρονται. Στη συνέχεια εκτελείται. Ο Άβι ζητά φράουλες.
«Φράουλες;»
«Ναι, φράουλες».
«Μα δεν είναι η εποχή τους».
«Ε, τότε ας περιμένουμε».
----------
Ομάδα κωπηλασίας
Μια Γεσσιβά αποφάσισε να φτιάξει ομάδα κωπηλασίας. Δυστυχώς, όμως, έχανε τον έναν αγώνα μετά τον άλλον. Προπονιόταν για ώρες καθημερινά, αλλά δεν κατάφερνε να έρθει ποτέ παραπάνω από τελευταία. Ο Διευθυντής της Γεσσιβά δεν άντεχε άλλο την ντροπή και έστειλε το Γιάνκελ να κατασκοπεύσει την ομάδα του Πανεπιστημίου του Όξφορντ.
Κατέφτασε λοιπόν ο Γιάνκελ στο Όξφορντ όπου κρύφτηκε πίσω από τα βούρλα του ποταμού για να παρακολουθεί με προσοχή την ομάδα του Όξφορντ, όταν προπονιόταν.
Όταν τελικά γύρισε στη Γεσσιβά είπε:
«Βρήκα το μυστικό τους. Οχτώ κωπηλατούν και ένας μόνος φωνάζει».
----------
`Ενας Εβραίος πηγαίνει σε μια τράπεζα στο Μανχάταν και ζητά να δει τον υπεύθυνο για τα δάνεια. Εξηγεί ότι θα πάει στην Ευρώπη για δουλειές και χρειάζεται 2000$.
Ο υπεύθυνος λέει: «Χρειαζόμαστε κάποια εγγύηση για να σας δώσουμε ένα τέτοιο ποσό».
Ο άντρας του δίνει τότε τα κλειδιά της Ρολς Ρόις που ήταν παρκαρισμένη έξω από την τράπεζα. Η τράπεζα ελέγχει τα στοιχεία και όλα είναι εντάξει. Ο υπεύθυνος δέχεται το αυτοκίνητο σαν εγγύηση για το δάνειο. `Ενας υπάλληλος πηγαίνει τη Ρολς Ρόις στο υπόγειο γκαράζ της τράπεζας και την παρκάρει εκεί.
`Όταν ο άντρας φεύγει, μετά από λίγο η τράπεζα διαπιστώνει ότι ο πελάτης της είναι εκατομμυριούχος. `Όταν επιστρέφει μετά από κάμποσες εβδομάδες, εξοφλεί το δάνειο και πληρώνει τον τόκο που είναι 5,41$. Ο υπεύθυνος για τα δάνεια ρωτά τότε με απορία::
«Γιατί δανειστήκατε 2000 $; Αφού είστε πολύ πλούσιος».
Και τότε ο άντρας απαντά:
«Για το πάρκιγκ. Πού αλλού μπορεί κανείς να παρκάρει στο Μανχάταν για δύο εβδομάδες, με 5,41 δολάρια;».
----------
Ο Γκολντστάιν μπαίνει μια μέρα σε ένα εστιατόριο και παραγγέλνει μια μερίδα πατάτες. `Οταν έρχονται οι πατάτες παραπονιέται ότι δε φαίνονται καλές και αλλάζει την παραγγελία με αυγά. Αφού τρώει τα αυγά σηκώνεται και πάει να φύγει.
«`Ενα λεπτό» του φωνάζει ο διευθυντής. «Δεν πληρώσατε για τα αυγά».
«Μα τι λέτε κύριε;» λέει ο Γκολντστάιν. «Αυτά τα αυγά τα αντάλλαξα με τις πατάτες που σας τις έδωσα πίσω».
«Ναι, αλλά ούτε για τις πατάτες πληρώσατε».
«Και γιατί να τις πληρώσω; Αφού δεν τις έφαγα».
----------
Εξοικονόμηση χρημάτων
Ο γιος του Άβι γυρίζει στο σπίτι από το σχολείο, αγκομαχώντας και ξεφυσώντας, με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό του.
«Μπαμπά, πρέπει να είσαι περήφανος για μένα», λέει. «Γλίτωσα μια λίρα, τρέχοντας πίσω από το λεωφορείο, μέχρι το σπίτι!».
«Βλακείες» λέει τότε ο Άβι. «Θα μπορούσες να τρέξεις πίσω από ένα ταξί και να γλιτώσεις δέκα λίρες».
----------
Ο Γιόσι και ο Άμπι που δεν είναι και ιδιαίτερα θρήσκοι περπατούν με τα σκυλιά τους έξω από το ναό, ένα Σάββατο πρωί. Λέει τότε ο Γιόσι:
«Ας μπούμε μέσα. Άκουσα ότι κάθε Σάββατο έχουν ωραία σπανακόπιτα στο κιντούσς».
«Δεν θα μας αφήσουν να μπούμε με τους σκύλους» λέει τότε ο Άμπι.
«Ακολούθησέ με» λέει πάλι ο Γιόσι και μπαίνει στο ναό.
Μόλις τους βλέπει ο σσαμάς (νεωκόρος) φωνάζει ότι οι σκύλοι δεν επιτρέπονται.
Τότε λέει ο Γιόσι: «Είμαι τυφλός και αυτός ο σκύλος είναι τα μάτια μου»
Και ο σσαμάς: «Εντάξει, περάστε».
Ακολουθεί και ο Άμπι. Ξαναλέει τότε ο σσαμάς:
«Οι σκύλοι δεν επιτρέπονται».
«Μα είμαι τυφλός και αυτός ο σκύλος είναι τα μάτια μου»
«Πώς; Ένα τσιουάουα;»
Τότε ο Άμπι κοιτάζει έκπληκτος και φωνάζει:
«Αυτό είναι που μου έδωσαν;».
----------
Στις αρχές του 1900 ένας γέρος Εβραίος ταξιδεύει μόνος στο βαγόνι του Υπερσιβηρικού Σιδηρόδρομου. Σε ένα σταθμό ανεβαίνει ένας αξιωματικός του στρατού του Τσάρου. Στην αρχή οι δύο άντρες είναι σιωπηλοί. Ξαφνικά ο αξιωματικός πιάνει τον άντρα από το πέτο και τον ρωτά.
«Γιατί εσείς οι Εβραίοι είστε πιο έξυπνοι από καθε άλλον;»
Ο Εβραίος παραμένει σιωπηλός για μια στιγμή και στη συνέχεια απαντά: «Γιατί τρώμε ρέγγες».
Ο αξιωματικός ησυχάζει και το ταξίδι συνεχίζεται. Σε λίγο ο Εβραίος βγάζει ένα κομμάτι ρέγγα και αρχίζει να το τρώει. Ο αξιωματικός τον ρωτά:
«Πόσες ρέγγες έχεις μαζί σου;»
«Μια ντουζίνα».
«Πόσα θέλεις γι’αυτές;»
«Είκοσι ρούβλια», ένα αρκετά μεγάλο ποσό.
Ο αξιωματικός βγάζει τα χρήματα και τα δίνει στον Εβραίο. Ο γέρος του δίνει τις ρέγγες και ο αξιωματικός δαγκώνει μία. Ξαφνικά σταματά.
«Αυτό είναι γελοίο» λέει.
«Στη Μόσχα θα μπορούσα να αγοράσω όλες τις ρέγγες για μερικά καπίκια».
«Βλέπεις» λέει ο Εβραίος, «έπιασε ήδη».
----------
Ο κύριος Γκολντστάιν επιστρέφει με τραίνο από τη Νέα Υόρκη στο Γκλεν Φολς, μια μικρή πόλη έξω από τη Νέα Υόρκη. Δίπλα του κάθεται ένας νέος άντρας τον οποίο δε γνωρίζει. Καθώς το ταξίδι διαρκεί πολύ, ο Γκολντστάιν ξεκινά μια συζήτηση μαζί του. Το όνομά του είναι `Αλαν Λεβί και ταξιδεύει επίσης για το Γκλεν Φολς.
«Πηγαίνετε για δουλειές εκεί;» τον ρωτά.
«`Οχι, για επίσκεψη».
«`Εχετε συγγενείς εκεί;»
«`Οχι».
«Είστε παντρεμένος.»
«`Οχι δεν είμαι».
Σκέφτεται λοιπόν ο Γκολντστάιν: «Πηγαίνει στο Γκλεν Φολς , δεν είναι παντρεμένος, δεν πηγαίνει για δουλειά και δεν έχει κανέναν συγγενή που να μένει εκεί. Τότε γιατί πηγαίνει; Προφανώς για να συναντήσει κάποιο κορίτσι, ή το πιο πιθανόν, την οικογένειά της. `Ισως θέλουν να επισημοποιήσουν τον αρραβώνα τους. Με ποια όμως;Υπάρχουν τρεις οικογένειες Εβραίων στην πόλη, εκτός από τη δικιά μου, οι Ρέσσνικ, οι Φελντστάιν και οι Κοέν».
«Οι Ρέσσνικ δε θα μπορούσαν να είναι γιατί έχουν γιους. Οι Φελντστάιν έχουν δύο κορίτσια , αλλά η μία είναι παντρεμένη και η άλλη σπουδάζει στην Ευρώπη αυτή τη χρονιά. Πρέπει να είναι οι Κοέν. Αυτοί έχουν τρεις κόρες. Τη Μάρσσα, τη Σσίλα και τη Ραχήλ. Η Μάρσσα είναι ήδη παντρεμένη. Η Σσίλα είναι πολύ παχουλή και άσχημη γι’ αυτόν το γοητευτικό νεό άντρα. Πρέπει να είναι η Ραχήλ. Ναι, η Ραχήλ. Τι υπέροχο κορίτσι!».
Μετά από αυτή τη διαπίστωση , ο Γκολντστάιν σπάει τη σιωπή και χαμογελά στον ξένο.
«Συγχαρητήρια λοιπόν για τον επερχόμενο γάμο σας με τη Ραχήλ Κοέν!»
«Μ..μ...μα πώς το ξέρετε; Δεν το έχω πει σε κανένα!» ρωτά έκπληκτος ο νέος άντρας.
«Μα είναι προφανές».
----------
`Ενας Εβραίος φεύγει από το μικρό σσετλ που μένει και πηγαίνει επαγγελματικό ταξίδι στο Κίεβο. Σε δύο εβδομάδες κερδίζει πάνω από εκατό ρούβλια, ένα πολύ μεγάλο ποσό. Ο άντρας είναι τόσο ενθουσιασμένος, που τηλεγραφεί το νέο της επιτυχίας του στη γυναίκα του. Την τελευταία νύχτα πριν την επιστροφή στο σπίτι του, χάνει στα χαρτιά όλα τα λεφτά που είχε κερδίσει. Πώς θα το έλεγε τώρα στη γυναίκα του;
`Οταν έφτασε σπίτι, μπήκε μέσα με το χέρι πάνω στη μύτη του.
«Τι συμβαίνει;» φώναξε η γυναίκα του μόλις τον είδε έτσι.
«Κάτι φοβερό» απάντησε αυτός. «Μόλις βγήκαμε από το Κίεβο μια συμμορία ληστών επιτέθηκε στο βαγόνι μας. Μας έβγαλαν όλους έξω και ένας από αυτούς είπε ότι αν δεν τους δίναμε όλα μας τα λεφτά θα μας έκοβαν τις μύτες».
«Ω!Θεέ μου», απάντησε η γυναίκα. «Κι εσύ τι έκανες; `Επρεπε να τους τα δώσεις όλα».
Τότε ο άντρας βγάζει το χέρι από τη μύτη του και λέει χαμογελώντας:
«`Εχεις δίκιο. Αυτό ακριβώς έκανα».
-----------
`Ενας μικρόσωμος Εβραίος κάθεται στο καράβι δίπλα σε έναν Τεξανό τεραστίων διαστάσεων που κοιμάται. Ο Εβραίος παθαίνει ναυτία και τελικά κάνει εμμετό πάνω στον Τεξανό.
Ο Τεξανός αρχίζει να κουνιέται. Μόλις ανοίγει τα μάτια του και τρομοκρατημένος βλέπει τα ρούχα του μες τον εμμετό, τον ρωτά ο Εβραίος:
«Νιώθεις καλύτερα τώρα;».
----------
`Ενας κατεργάρης καλεί το ραβίνο μιας πόλης και ζητά βοήθεια.
«Ραβίνε, όλα μου τα υπάρχοντα καταστράφηκαν όταν το σπίτι μου κάηκε μετά από μια τρομερή φωτιά που ξέσπασε. Δεν μου απέμεινε τίποτα».
«`Εχεις γράμμα από το ραβίνο της πόλης σου που να βεβαιώνει τη φωτιά;» ρωτά ο ραβίνος.
«Είχα ένα τέτοιο γράμμα αλλά κάηκε κι αυτό».
----------
Δύο φοιτητές σε Γεσσιβά, ο Σέντερ και ο Μέντελ, συζητούσαν τις φήμες για πόλεμο που απειλούσε να καταστρέψει όλη την Ευρώπη, τον Ιούλιο του 1914. Ο Μέντελ ήταν πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον και ο Σέντερ προσπαθούσε να τον συμβουλέψει.
«Εάν ήμουν εσύ δε θα ανησυχούσα ακόμα» είπε ο Σέντερ. «`Ολη αυτή η υπόθεση μπορεί να μη γίνει πραγματικότητα αλλά ακόμα και αν γίνει πόλεμος έχεις δύο πιθανότητες: μπορεί να σε στείλουν να πολεμήσεις στο μέτωπο, αλλά μπορεί και να μη σε στείλουν. Εάν δε σε στείλουν στο μέτωπο, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Αν σε στείλουν στο μέτωπο, έχεις πάλι δύο πιθανότητες: μπορεί να πληγωθείς, αλλά μπορεί και να μην πληγωθείς. Εάν δεν πληγωθείς δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Αν πληγωθείς έχεις πάλι δύο πιθανότητες: μπορεί να τραυματιστείς ελαφρά, αλλά μπορεί και να τραυματιστείς βαριά. Εάν τραυματιστείς ελαφρά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, αλλά αν τραματιστείς βαριά πάλι υπάρχουν δύο πιθανότητες: μπορεί να πεθάνεις αλλά μπορεί και να μην πεθάνεις. Εάν δεν πεθάνεις δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς, αλλά ακόμα και αν πεθάνεις, έχεις ακόμα δύο πιθανότητες: μπορεί να πας στον παράδεισο και μπορεί να πας και στην κόλαση. Εάν πας στον παράδεισο, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Αν πάλι πας στην κόλαση έχεις ακόμα μία πιθανότητα:ο πόλεμος μπορεί και να μη γίνει οπότε δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για τίποτα».
----------
Ένας γέρος Εβραίος ζούσε μόνος του στην επαρχία. `Ηθελε να σκάψει τον κήπο του για να φυτέψει πατάτες, μια δουλειά πολύ κουραστική αφού το έδαφος ήταν σκληρό. Ο μοναδικός του γιος, ο Σαούλ, που τον βοηθούσε, ήταν στη φυλακή για συμμετοχή σε εμπορική απάτη.
Ο γέρος άντρας έγραψε ένα γράμμα στο γιο του όπου του περιέγραφε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν.
«Αγαπημένε μου Σόλι: Είμαι πολύ στεναχωρημένος, γιατί μου φαίνεται πως φέτος δε θα μπορέσω να φυτέψω τις πατάτες μου. Είμαι πολύ γέρος πια για να σκάβω τον κήπο. Εάν ήσουν εδώ, όλα μου τα προβλήματα θα λύνονταν, γιατί ξέρω πως θα έσκαβες εσύ το χωράφι αντί για μένα. Σε φιλώ, ο πατέρας σου».
Μερικές μέρες μετά, ο γέρος άντρας λαβαίνει ένα γράμμα από το γιο του.
«Αγαπημένε μου πατέρα, για τ’όνομα του Θεού, ούτε να σκεφτείς να σκάψεις τον κήπο, γιατί εκεί έχω θάψει τα χρήματα και τις μετοχές. Με αγάπη Σόλι».
Στις 4 τα χαράματα της επόμενης μέρας, μια ομάδα από πράκτορες του FBI και αστυνομικούς από το τμήμα της περιοχής, καταφθάνουν στο σπίτι του ηλικιωμένου άντρα και σκάβουν όλο τον κήπο, χωρίς όμως να βρουν ούτε χρήματα, ούτε μετοχές. Ζητούν συγνώμη από τον ηλικιωμένο άντρα και φεύγουν.
Την ίδια μέρα ο πατέρας λαβαίνει ένα δεύτερο γράμμα από το γιο του που λέει:
«Αγαπημένε μου πατέρα, τώρα μπορείς να φυτέψεις τις πατάτες σου. Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω για σένα από εδώ που είμαι. Σε φιλώ, Σόλι».
----------
Ένας Εβραίος αστρολόγος του Μεσαίωνα προέβλεψε ότι η αγαπημένη του βασιλιά θα πέθαινε σύντομα.`Ετσι κι έγινε, η γυναίκα πέθανε μετά από λίγο καιρό. Ο βασιλιάς ήταν έξαλλος με τον αστρολόγο, αφού ήταν σίγουρος ότι η πρόβλεψή του είχε προκαλέσει το θάνατό της. Κάλεσε λοιπόν τον αστρολόγο και τον πρόσταξε:
«Πες μου πότε προβλέπεις το θάνατό σου!»
Ο αστρολόγος κατάλαβε ότι ο βασιλιάς σχεδίαζε να τον σκοτώσει την ίδια στιγμή, ότι απάντηση και να έδινε.
«Δεν ξέρω πότε θα πεθάνω» είπε τελικά.
«Το μόνο που ξέρω είναι ότι όποτε και να πεθάνω, ο βασιλιάς θα πεθάνει τρεις μέρες αργότερα!».
----------
Ένας Εβραίος φτάνει από την Ευρώπη στην Ανατολική Πλευρά και κάνει αίτηση για τη δουλειά του νεωκόρου στη Συναγωγή της οδού Ρίβινγκτον. Οι επικεφαλείς της συναγωγής είναι έτοιμοι να τον προσλάβουν, όταν ανακαλύπτουν πως είναι αγράμματος. Αποφασίζουν λοιπόν ότι δεν είναι ο κατάλληλος γι’αυτήν τη θέση.
Ο Εβραίος φεύγει και αρχίζει να πουλάει διάφορα πράγματα από πόρτα σε πόρτα. Πηγαίνει πολύ καλά και σύντομα αγοράζει ένα άλογο και μία άμαξα. Συνεχίζει να πηγαίνει καλά και ανοίγει κατάστημα. Μετά από λίγο, ανοίγει και άλλο. Τελικά αποφασίζει να ανοίξει άλλα πέντε μαγαζιά, χρειάζεται όμως ένα δάνειο.
Συναντά το διευθυντή της τράπεζας και του ζητά δάνειο πενήντα χιλιάδων δολλαρίων. Ο διευθυντής, αφού του χορηγεί το δάνειο του δίνει το συμβόλαιο για να υπογράψει. Ο άντρας βάζει ένα Χ.
Τότε ο διευθυντής έκπληκτος τον ρωτάει: «Είστε αγράμματος;» Ο άντρας γνέφει καταφατικά.
«Και παρόλα αυτά» λέει ο διευθυντής «καταφέρατε να φτιάξετε τέτοια επιχείρηση. Φανταστείτε τι θα γινόσασταν άμα ξέρατε να διαβάζετε και να γράφετε».
«Ναι» λέει ο άντρας. «Θα γινόμουν ο νεωκόρος της Συναγωγής της οδού Ρίβινγκτον».
----------
Ένας Εβραίος ταξίδεψε από μια μικρή πόλη της Πολωνίας, στη Βαρσοβία. Όταν επέστρεψε, διηγήθηκε στους φίλους του που δεν είχαν πάει ποτέ στη μεγάλη πόλη, όλα τα θαύματα που είχε δει.
- «Γνώρισα έναν Εβραίο που σπούδασε σε Γεσσιβά και ήξερε μεγάλα κομμάτια του Ταλμούδ απέξω. Γνώρισα έναν Εβραίο που ήταν άθεος. Γνώρισα έναν Εβραίο που είχε ένα μεγάλο κατάστημα με ρούχα και πολλούς υπαλλήλους και γνώρισα και έναν Εβραίο που ήταν φανατικός κομμουνιστής».
- «Και πού είναι το περίεργο;» ρώτησαν οι φίλοι του. Η Βαρσοβία είναι μια μεγάλη πόλη και πάνω από ένα εκατομμύριο Εβραίοι ζουν εκεί».
- «Δεν καταλάβατε» συνέχισε ο άνδρας. «Ήταν ο ίδιος Εβραίος!».
----------
Ο Γκάρυ, περνούσε καλά στο Τελ Αβίβ και προσκλήθηκε σε ένα πάρτι. Δύστυχος εκείνο το βραδύ έχασε το πορτοφόλι του. Έτσι λοιπόν χωρίς να ντραπεί ανέβηκε σε μια καρέκλα και φώναξε: Κυρίες και κύριοι, έχασα το πορτοφόλι μου που περιείχε πανω από 500 € σε μετρητά. Όποιος το βρει, θα του δώσω 50 €. Και μια φωνή από πίσω ακούγετε να λέει: Εγώ θα του δώσω 75 € !!!
----------
Ο Μωρίς και η Σάρα ήταν από το Λονδίνο και είχαν εφτά παιδιά. Μετά από συζητήσεις πολλών μηνών, αποφάσισαν τελικά να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη. Φαινόταν απλό, αλλά δυσκολεύονταν να βρούν σπίτι για να μείνουν. Αν και υπήρχαν πολλά μεγάλα, οι ιδιοκτήτες τους αρνούνταν να βάλουν μέσα μια τόσο μεγάλη οικογένεια. Μήπως ο Μωρίς δεν έπρεπε να είναι τόσο ειλικρινής με το μέγεθος της οικογένειάς του;
Μετά από αρκετές μέρες ανεπιτυχούς αναζήτησης, ο Μωρίς είχε μια ιδέα. Είπε στη Σάρα να πάρει τα τέσσερα μικρότερα παιδιά και να επισκεφτεί το τοπικό κοιμητήριο ενώ αυτός θα πήγαινε με τα τρία μεγαλύτερα να βρει διαμέρισμα. Αφού έψαξε όλο το πρωί, τελικά βρήκε το ιδανικό.
Ο ιδιοκτήτης τον ρώτησε: «Πόσα παιδιά έχετε;».
Και ο Μωρίς απάντησε με βαθύ αναστεναγμό, «Εφτά ... αλλά τα τέσσερα είναι στο νεκροταφείο με την αγαπημένη τους μητέρα. Και πήρε το διαμέρισμα.
----------
Δύο ανταγωνιστές επιχειρηματίες συναντιούνται στο σιδηροδρομικό σταθμό της Βαρσοβίας.
«Πού πηγαίνεις;» λέει ο πρώτος.
«Στο Μινσκ» λέει ο δεύτερος.
«Στο Μινσκ, ε; Ξέρω πως μου λες ότι πηγαίνεις στο Μινσκ γιατί θέλεις να σκεφτώ ότι στην πραγματικότητα πηγαίνεις στο Πινσκ. Τυχαίνει όμως να γνωρίζω ότι ταξιδεύεις στο Μινσκ. Τότε γιατί μου λες ψέματα;».
----------
Όταν ο Γιάνκελ συνάντησε το Μέντελ στο τραίνο, με έκπληξη έβλεπε το φίλο του να πονά και κάθε ένα με δύο λεπτά, να φωνάζει «Ωχ».
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε τότε ο Γιάνκελ.
«Με πονάει το πόδι μου. Με σκοτώνει στον πόνο γιατί τα παπούτσια μου είναι μικρά», απάντησε ο Μέντελ.
«Μα γιατί τα φοράς; Αυτό είναι έξω φρενών».
«Θα σου πω γιατί. Ο συνεταίρος μου τσέπωσε όλα τα κέρδη και έφυγε. Η κόρη μου θα παντρευτεί έναν αλλόθρησκο. Η άλλη μου κόρη είναι τόσο άσχημη και αποκρουστική που δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί. Ο γιος μου δεν είναι τίποτα άλλο από ένας ανόητος. Η γυναίκα μου δε σταματά να γκρινιάζει. Και οι λογαριασμοί – κάθε μέρα που γυρίζω σπίτι βρίσκω όλο και περισσότερους που πρέπει να πληρώσω. Τώρα είμαι άνεργος. Κι έτσι κάθε βράδυ που γυρίζω σπίτι βγάζω αυτά τα παπούτσια και –πίστεψε με Γιάνκελ – νιώθω εκατομμυριούχος!».
----------
«Σαμ, μπορείς σε παρακαλώ να κλείσεις το παράθυρο; Κάνει κρύο έξω».
«Καλά και αν κλείσω το παράθυρο, έξω θα κάνει ζέστη;».
----------
«Η τσαγιέρα που σου δάνεισα; Καταστράφηκε. Πρέπει να μου αγοράσεις καινούργια».
«Τι; Πρώτα απ’ όλα ήταν σε τέλεια κατάσταση όταν στην επέστρεψα. Δεύτερον, έσπασε όταν μου την έδωσες εσύ. Και τρίτον, ποτέ δεν δανείστηκα την παλιοτσαγιέρα σου!».
----------
Ο Κοέν και ο Κατς έπαιζαν χαρτιά κάθε μέρα σε ένα καφενείο. Μια μέρα μάλωσαν και ο Κατς φώναξε, «Τι είδους άνθρωπος είσαι που κάθεσαι κάθε μέρα και παίζεις χαρτιά μέ έναν τύπο που κάθεται και παίζει χαρτιά με κάποιον σαν εσένα;».
----------
Ένας νέος κατακλυσμός προβλέπεται και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει. Σε τρεις μέρες τα νερά θα έχουν σκεπάσει όλο τον κόσμο.
Ο ηγέτης του Βουδισμού βγαίνει στην τηλεόραση και εκλιπαρεί τους ανθρώπους να γίνουν Βουδιστές για να βρουν σωτηρία στον παράδεισο.
Ο Πάπας βγαίνει στην τηλεόραση με παρόμοιο μήνυμα: «Δεν είναι ακόμα αργά για να πιστέψετε στον Ιησού».
Τέλος βγαίνει και ο Αρχιραβίνος του Ισραήλ με μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση: «Μας μένουν μόνο τρεις μέρες για να μάθουμε να ζούμε κάτω από το νερό».
ΚΑΤΑΡΕΣ ΓΙΝΤΙΣΣ
Μακάρι ένα παιδί να πάρει το όνομά σου σύντομα.
Μακάρι να γίνεις γνωστός για τη φιλοξενία σου στα πλάσματα του Θ-ού: ψείρες, αρουραίους, κατσαρίδες, σκουλήκια και κάμπιες.
Μακάρι το αίμα σου να γίνει ουίσκι, να σε τσιμπήσουν κοριοί και να μεθύσουν και να χορεύουν μαζούρκα στον αφαλό σου.
Μακάρι τα σκουλήκια να κάνουν γάμο στην κοιλιά σου και να καλέσουν όλους τους συγγενείς τους από το Γεουπέτς μέχρι το Σλόμποντκα.
Μακάρι στο στομάχι σου να μεγαλώνει τρόλει.
Μακάρι το στομάχι σου να χτυπά σαν μουσικό κουτί.
Μακάρι να παγιδευτείς ανάμεσα σε μια δαμάλα και έναν ταύρο που νομίζει πως είναι ο Τομασσέφσκι.
Μακάρι να φυτρώσουν κρεμμύδια στον αφαλό σου.
Μακάρι να κυλιέσαι στη γη και να ψήνεις κουλούρια.
Μακάρι να σε πιάσει εννιάχρονος σπασμός.
Μακάρι να σου πέσουν όλα σου τα δόντια – εκτός από ένα για να σε πονάει.
Μακάρι να μεταμορφωθείς σε λουλάβ για να μπορώ να σε κουνάω εφτά μέρες και μετά να σε πετάω για τον υπόλοιπο χρόνο.
Μακάρι να θυμώσουν τα δόντια σου και να μασήσουν το κεφάλι σου.
Μακάρι ο πεθερός σου να παντρευτεί τρεις φορές και να έχεις τρεις πεθερές.
Μακάρι να μεγαλώσεις σαν κρεμμύδι – με το κεφάλι προς τα κάτω.