Ο Γκολντστάιν λέει στο φίλο του Σίλβερ:
«Η ζωή είναι σαν ένα μπολ με τόνο».
Ο Σίλβερ μένει σιωπηλός για μια στιγμή και σε λίγο λέει:
«Και γιατί η ζωή είναι σαν ένα μπολ με τόνο;»
«Πού να ξέρω, φιλόσοφος είμαι;».
-----------
Η επίσκεψη
Η εγγονή της Μπέκι και ο σύζυγός της αποφασίζουν να την επισκεφτούν για πρώτη φορά. Αυτή της δίνει οδηγίες για το διαμέρισμά της.
«Θα πας στη μπροστινή είσοδο της πολυκατοικίας. Στην εξώπορτα θα πατήσεις με το φρύδι σου, το κουμπί με το όνομά μου. Θα σου ανοίξω, θα μπεις μέσα και το ασανσέρ είναι στα δεξιά. Μπες μέσα και πάτα το κουμπί για τον 5ο όροφο με το φρύδι σου. Μόλις βγεις από το ασανσέρ, το διαμέρισμά μου είναι στα αριστερά. Με το φρύδι σου, πάτα το κουδούνι μου!».
«Μα γιαγιά, ακούγεται εύκολο, αλλά γιατί πρέπει να πατήσω όλα τα κουμπιά με το φρύδι;».
«Ε, μα πώς, θα έρθεις με άδεια χέρια;».
-----------
`Ωρα να ξυπνήσετε
Δύο ηλικιωμένοι που συναντιούνται μετά από πενήντα χρόνια, αναγνωρίζουν με δυσκολία ο ένας τον άλλον και αγκαλιάζονται. Πηγαίνουν στο διαμέρισμα του ενός από τους δύο για να μιλήσουν για τα χρόνια που πέρασαν.
Η συζήτηση κρατά ώρες. `Οταν βραδιάζει, ρωτά ο ένας, «Για κοίτα το ρολόι σου, τι ώρα είναι;».
«Δεν έχω ρολόι» απαντά ο άλλος.
«Κοίτα το ρολόι τοίχου, τότε».
«Δεν έχω ούτε από αυτό».
«Και πώς μαθαίνεις την ώρα;»
«Βλέπεις εκείνη την τρομπέτα; `Ετσι μαθαίνω την ώρα».
«Είσαι τρελός! Πώς μπορείς να μάθεις την ώρα από μια τρομπέτα;».
«Θα σου δείξω», λέει ο άντρας και παίρνει την τρομπέτα, πηγαίνει δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, όπου αρχίζει να τη φυσά.
Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, ένας θυμωμένος γείτονας φωνάζει: «Δύο και μισή τα μεσάνυχτα παίζεις τρομπέτα;».
Και τότε ο άντρας γυρνά στον φίλο του και του λέει: «Βλέπεις; `Ετσι μαθαίνω την ώρα από την τρομπέτα!».
----------
Πεζοπορία
Τέσσερις Ευρωπαίοι πηγαίνουν μαζί για πεζοπορία και χάνονται. Στην αρχή ξεμένουν από φαγητό, μετά από λίγο ξεμένουν και από νερό.
«Διψάω πολύ» λέει ο `Αγγλος «πρέπει να πιω αμέσως τσάι».
«Διψάω πολύ» λέει ο Γάλλος «πρέπει να πιω αμέσως κρασί».
«Διψάω πολύ» λέει ο Γερμανός «πρέπει να πιω αμέσως μια μπύρα».
«Διψάω πολύ» λέει και ο Εβραίος «πρέπει να έχω ζάχαρο».
-----------
Επιτέλους, ατομική ελευθερία
`Ενας δημοσιογράφος έπαιρνε συνέντευξη από μια κυρία 104 ετών.
"Ποιο είναι το καλύτερο πράγμα σε αυτήν την ηλικία?" ρώτησε ο δημοσιογράφος.
Και αυτή απάντησε , ”Οτι δεν έχω κοινωνική καταπίεση”.
----------
Στα 1920 ένας Εβραίος ταξίδεψε από το μικρό Πολωνικό «σστετλ» (χωριό) στη Βαρσοβία. `Οταν επέστρεψε πίσω, πήγε στο φίλο του να του διηγηθεί τα θαύματα που είχε δεί:
«Συνάντησα έναν Εβραίο που είχε μεγαλώσει σε γεσσιβά και ήξερε μεγάλα κομμάτια του Ταλμούδ απέξω. Είδα ένα Εβραίο που ήταν άθεος. Είδα έναν Εβραίο που είχε ένα μεγάλο κατάστημα με ρούχα και πολλούς υπαλλήλους και συνάντησα και έναν Εβραίο που ήταν Κομμουνιστής.»
«Και λοιπόν, πού είναι το παράξενο;» ρώτησε ο φίλος του. «Η Βαρσοβία είναι μεγάλη πόλη. Πρέπει να υπάρχουν εκεί πάνω από ένα εκατομμύριο Εβραίοι».
«Δεν κατάλαβες» απάντησε ο άντρας. «Ήταν ο ίδιος Εβραίος».
----------
Λίγο μετά το θάνατο του Σίδνεϊ, η χήρα του Τίλι άρχισε να λέει πόσο θαυμάσιος και προνοητικός ήταν ο σύζυγός της.
- Ο Σίδνεϊ σκέφτηκε τα πάντα. Πριν πεθάνει με φώναξε και μου έδωσε τρεις φακέλους. ‘Τίλι’, μου είπε ‘έβαλα τις τρεις τελευταίες επιθυμίες μου μέσα σε αυτούς τους φακέλους. Όταν πεθάνω, άνοιξέ τους και κάνε ακριβώς ότι λέω. Μετά θα μπορώ να αναπαυτώ ήσυχος’.
- ‘Τι ήταν στους φακέλους;’ ρώτησαν οι φίλες της.
- Στον πρώτο φάκελο ήταν 5.000 ευρώ και ένα σημείωμα που έλεγε να αγοράσω ένα φέρετρο. Πήρα κι εγώ ένα πανέμορφο από μαόνι. Ο δεύτερος φάκελος είχε 10.000 ευρώ και ένα σημείωμα που έλεγε να κάνω μια ωραία κηδεία. Έκανα κι εγώ μια πολύ ωραία κηδεία και αγόρασα όλα τα αγαπημένα του φαγητά για την αρχή της σσιβά (πρώτη εβδομάδα πένθους). Στον τρίτο φάκελο βρήκα 25.000 ευρώ και ένα σημείωμα που έλεγε να αγοράσω μια ωραία πέτρα.
Σε αυτό το σημείο, η Τίλι δείχνει το δάχτυλό της στις φίλες της. Πάνω του ήταν ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι δέκα καρατίων.
- Λοιπόν, σας αρέσει η πέτρα μου;
----------
Μία αφροαμερικανίδα κερδίζει το λαχείο στην Καλιφόρνια και πηγαίνει στου Μαγκνίν να αγοράσει γούνινο παλτό από μινκ. Δοκιμάζει ένα.
«Είναι υπέροχο» λέει η πωλήτρια.
Η γυναίκα κοιτάζεται με προσοχή στον καθρέφτη. Στο τέλος ρωτά:
«Ναι αλλά πιστεύετε ότι με κάνει να μοιάζω με Εβραία;».
----------
Ο Γιάνκελ, 70 χρονών, ταξίδεψε στη Ρώμη για πρώτη φορά στη ζωή του. Καθώς το γκρουπ του πλησίαζε στην επόμενη στάση, ο ξεναγός είπε: «στο επόμενο μνημείο θα δείτε το ταβάνι που ζωγράφισε ο Μιχαήλ `Αγγελος. Πληροφοριακά σας λέω ότι του πήρε 4 χρόνια να το ολοκληρώσει».
Και ο Γιάνκελ απάντησε: «Καταλαβαίνω τι εννοείς. `Εχουμε κι εμείς τέτοιους μπογιατζήδες στο Lower East side».
----------
Δύο άντρες κάθονταν σε ένα μπαρ και παρακολουθούσαν τις ειδήσεις των 11. Η κάμερα είχε εστιάσει σε έναν άντρα που στέκονταν σε μια γέφυρα και απειλούσε να πέσει. Τότε ο ένας από τους δύο έγειρε προς το μέρος του άλλου και του είπε:
«Στοιχηματίζω 50 ευρώ ότι θα πηδήξει».
«Εντάξει» απάντησε ο άλλος.
Λίγο μετά η τηλεόραση έδειχνε τον άντρα να πέφτει μέσα στο νερό. Ο δεύτερος άντρας έβγαλε το πορτοφόλι του και έδωσε στον πρώτο τα 50 ευρώ.
«Πρέπει κάτι να σου πω» είπε τότε αυτός. «Είδα το ίδιο ρεπορτάζ στις ειδήσεις των έξι και ήξερα ότι θα πηδήξει. Μπορείς να κρατήσεις τα χρήματα».
Και ο δεύτερος άντρα απάντησε:
«Κι εγώ το είδα στις απογευματινές ειδήσεις, αλλά δεν πίστεψα ότι θα το ξανακάνει!».
----------
Το δάγκωμα
«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» λέει ένα φίδι σε ένα άλλο.
«Ωχ! Μ’ αυτές τις ερωτήσεις σου. Τι είναι πάλι;»
«Ξέρεις αν είμαστε ή όχι δηλητηριώδη;»
«Και ποια η διαφορά για μας:»
«Πολύ μεγάλη για μένα. Μόλις δάγκωσα το χείλι μου».
----------
Η ιστορία του Λιονταριού και του Ελέφαντα
Κάποτε στη ζούγκλα το λιοντάρι νόμιζε πως ήταν ο βασιλιάς. Κάθε πρωί που σηκώνονταν πήγαινε στον σκίουρο, τον πατούσε με το πόδι του και τον ρώταγε:
«Ποιο είναι το πιο δυνατό ζώο στη ζούγκλα;»
«Εσύ» απαντούσε πάντα ο σκίουρος με την ψιλή και αδύναμη φωνούλα του.
Στη συνέχει το λιοντάρι έβρισκε ένα πουλί, το άρπαζε το πατούσε με το πόδι του και το ρώταγε:
«Ποιο είναι το πιο δυνατό ζώο στη ζούγκλα;»
«Εσύ» απαντούσε φοβισμένα το πουλάκι.
Αυτό γίνονταν κάθε μέρα. Το λιοντάρι πήγαινε σε όλα τα ζώα, τα πατούσε κάτω με το πόδι του και τα ρώταγε το ίδιο πράγμα. Μια μέρα πήγε στον ελέφαντα. Αρπάζοντας το πόδι του, το ζούληξε και τον ρώτησε:
«Ποιο είναι το πιο δυνατό ζώο στη ζούγκλα;»
Ο ελέφαντας κοίταξε το λιοντάρι και το άρπαξε από το λαιμό. Το σήκωσε ψηλά, και το πέταξε στο έδαφος δεκαπέντε φορές. Στο τέλος, το λιοντάρι τρεκλίζοντας και παραπαίοντας είπε στον ελέφαντα:
«Δε χρειαζόταν να θυμώσεις τόσο πολύ που δεν ήξερες την απάντηση».
----------
Ο Μπιλ, ο Τζιμ και ο Σκοτ, ήταν μαζί σε ένα συνέδριο και μοιράζονταν μια μεγάλη σουίτα στην κορφή ενός ξενοδοχείου 75 ορόφων. Μετά από μια κουραστική μέρα γεμάτη μήτιγκς, έμειναν άφωνοι όταν άκουσαν ότι όλα τα ασανσέρ είχαν πάθει βλάβη και έπρεπε να ανέβουν στο δωμάτιό τους με τα πόδια.
Ο Μπιλ είπε στον Τζιμ και στον Σκοτ. «Για να σπάσουμε τη μονοτονία αυτής της δυσάρεστης ανάβασης, προτείνω να συγκεντρωθούμε σε κάτι ενδιαφέρον. Εγώ θα λέω αστεία για 25 ορόφους, ο Τζιμ θα τραγουδά για τους άλλους 25 και ο Σκοτ θα μας πει πιο λυπητερές ιστορίες μέχρι το τέλος». Πράγματι, στον 26ο όροφο ο Μπιλ σταμάτησε να λέει αστεία και ο Τζιμ άρχισε να τραγουδά. Στον 51ο όροφο, ο Τζιμ σταμάτησε να τραγουδά και ο Σκοτ ξεκίνησε τις λυπητερές ιστορίες.
«Πρώτα θα σας πω την πιο λυπητερή από όλες» είπε. «Ξέχασα τα κλειδιά του δωματίου στο αυτοκίνητο».
----------
Το δώρο γενεθλίων του Τζίμι
Ο Τζίμι έλαβε ένα παπαγάλο δώρο για τα γενέθλιά του. Ο παπαγάλος ήταν πολύ μεγάλος, η συμπεριφορά τουήταν πολύ κακή και το λεξιλόγιό του απαράδεκτο. `Ολες οι λέξεις που γνώριζε ήταν βρισιές και αν όχι, ήταν πολύ αγενείς.
Ο Τζίμι προσπάθησε να του αλλάξει συμπεριφορά μιλώντας του ευγενικά, βάζοντάς του απαλή μουσική και ότι άλλο μπορούσε να σκεφτεί. Τίποτα όμως δεν έπιανε. Του έβαλε τις φωνές, αλλά το πουλί χειροτέρεψε. Και όταν το χτύπησε αγρίεψε και έγινε ακόμα πιο αγενές.
Τελικά, σε μια στιγμή απόγνωσης, ο Τζίμι έβαλε τον παπαγάλο στο ψυγείο. Για λίγα λεπτά άκουγε το πουλί να βρίζει, να ουρλιάζει να κλωτσάει και να χτυπιέται και μετά ξαφνικά, σταμάτησε εντελώς.
Φοβισμένος ότι είχε πάθει κάτι κακό, άνοιξε γρήγορα την πόρτα του ψυγείου. Ο παπαγάλος βγήκε έξω ήρεμος και κάθησε στο μπράτσο του Τζίμι, λέγοντάς του:
«Λυπάμαι για την επιθετική συμπεριφορά μου με τη γλώσσα και με τα καμώματά μου, και ζητώ συγγνώμη. Θα προσπαθήσω να διορθωθώ».
Ο Τζίμι έμεινε έκπληκτος από την αλλαγή του παπαγάλου. Πριν προλάβει να ρωτήσει τι συνέβη, ο παπαγάλος είπε: «Μπορώ να μάθω τι έκανε το κοτόπουλο;».
----------
Το γένος των κομπιούτερ
Γιατί οι κομπιούτερ θεωρούνται αρσενικοί:
1.`Εχουν ένα σωρό δεδομένα, αλλά ακόμα δεν έχουν ιδέα.
2. Υποτίθεται ότι βοηθούν στη επίλυση των προβλημάτων, αλλά τις μισές φορές είναι αυτοί το πρόβλημα.
3. Μόλις παίρνεις κάποιον ανακαλύπτεις ότι αν περίμενες λίγο ακόμα, θα έβρισκες καλύτερο μοντέλο.
Γιατί οι κομπιούτερ θεωρούνται θηλυκοί:
1. Μόνο ο δημιουργός τους καταλαβαίνει τη λογική τους.
2. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν με τους άλλους κομπιούτερ είναι ακατανόητη σε οποιονδήποτε άλλο.
3. Ακόμα και τα πιο μικρά λάθη, αποθηκεύονται στη μνήμη τους για μελλοντική ανάκτηση.
4. Μόλις παίρνεις κάποιον ανακαλύπτεις ότι θέλεις μια περιουσία για να του αγοράζεις αξεσουάρ.
----------
Στη σημερινή εποχή των μεταμοσχεύσεων, είναι δυνατή, σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις, η μεταμόσχευση εγκεφάλων. Η αγορά τους εξαρτάται από τους υποψήφιους πωλητές. Για παράδειγμα, ο εγκέφαλος ενός φαρμακοποιού κοστίζει 10.000 ευρώ, ο εγκέφαλος ενός γιατρού 20.000 ευρώ αλλά ο εγκέφαλος ενός δικηγόρου, 50.000 ευρώ.
Κάποιος φυσικά αναρωτιέται: Γιατί ο εγκέφαλος του δικηγόρου κοστίζει τόσο περισσότερο από των άλλων; Γιατί χρειάζονται ένα σωρό δικηγόροι για να μαζευτεί ένα κιλό εγκεφάλου!