Μια γυναίκα πηγαίνει στο χασάπη της.
«Πόσο κοστίζουν τα παϊδάκια;» τον ρωτά.
«2,5 ευρώ το κιλό»
«Μα ο Κοέν απέναντι τα δίνει 2 ευρώ το κιλό» διαμαρτύρεται.
«Ε, πήγαινε να τα αγοράσεις εκεί» λέει ο χασάπης.
«Ξεπούλησε».
«Α, όταν ξεπουλάω, τα δίνω μόνο 1,5 ευρώ το κιλό».
---------
Είναι 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και η γυναίκα ξυπνά και βλέπει τον άνδρα της να πηγαινοέρχεται από τη μια γωνιά του δωματίου στην άλλη.
«Γιατί δεν κοιμάσαι;» τον ρωτά.
«Να, ο γείτονας ο Σαμ. Δανείστηκα από αυτόν χίλια δολλάρια και πρέπει να του τα επιστρέψω αύριο το πρωί, αλλά δεν τα έχω. Δεν ξέρω τι να κάνω».
Η γυναίκα σηκώνεται και ανοίγει το παράθυρο.
«Σαμ! Σαμ!» φωνάζει αρκετές φορές μέχρι που ένας νυσταγμένος άντρας ανοίγει το απέναντι παράθυρο.
«Τι, τι είναι;»
«Θυμάσαι τα χίλια δολλάρια που σου χρωστάει ο άντρας μου; Δεν τα έχει» λέει η γυναίκα και κλείνει το παράθυρο με δύναμη. Αμέσως γυρνά στον άντρα της και του λέει: «Εντάξει, τώρα εσύ μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος και αυτός να πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο».
----------
«`Εγινε κάτι φοβερό» λέει ο Ιακώβ στο φίλο του. «Η κόρη μου παντρεύεται αύριο και υποσχέθηκα προίκα πέντε χιλιάδων ρουβλίων. Τώρα η μισή προίκα λείπει».
«Και λοιπόν;» απαντά ο φίλος του, «Αφού συνήθως δίνουμε το μισό της προίκας που έχουμε υποσχεθεί».
«Ε, αυτό είναι το μισό που λείπει».
----------
Κάποτε στην πόλη του Μεξικού, δυο ζητιάνοι κάθονταν δίπλα-δίπλα. Ο ένας ήταν ντυμένος σαν Χριστιανός και μπροστά του είχε ένα σταυρό. Ο άλλος ήταν ντυμένος σαν Εβραίος Χασσιδιστής με μαύρο παλτό και μούσι.
Οι άνθρωποι που περνούσαν κοιτούσαν και τους δύο ζητιάνους και έριχναν χρήματα στο καπέλο αυτού που κάθονταν πίσω από το σταυρό.
Μετά από ώρες που συνέβαινε το ίδιο πράγμα ένας ιερέας πλησίασε το Χασσιδιστή ζητιάνο και του είπε:
«Δεν καταλαβαίνεις; Εδώ είναι χώρα καθολικών. Οι άνθρωποι δεν πρόκειται να σου δώσουν χρήματα έτσι που στέκεσαι εδώ σαν αληθινός Εβραίος και έχεις δίπλα σου έναν ζητιάνο με σταυρό». Ο Χασσιδιστής ζητιάνος τότε, γύρισε στο διπλανό του και του είπε:
«Μωϋσή κοίτα ποιος προσπαθεί να μας διδάξει μάρκετιγκ».
----------
`Ένα αγόρι από τη «Σστέτελ», ο Βέλβελ, πήγε στην επαρχία και αγόρασε ένα γάιδαρο από ένα γέρο κτηνοτρόφο, για 100 δολλάρια. Ο κτηνοτρόφος συμφώνησε να του παραδώσει το γάιδαρο την επόμενη μέρα. Την επόμενη μέρα ο κτηνοτρόφος βρήκε το αγόρι και του είπε: «Συγγνώμη παιδί μου, αλλά έχω άσχημα νέα. Ο γάιδαρος ψόφισε.»
Τότε το αγόρι απάντησε:
«Εντάξει τότε, δώσε μου τα λεφτά μου πίσω».
Ο κτηνοτρόφος είπε ότι δεν μπορούσε να του τα δώσει γιατί τα είχε ήδη ξοδέψει.
Ο Βέλβελ απάντησε:
«Εντάξει, τότε δώσε μου το γάιδαρο».
Ο γέρος ρώτησε απορημένος:
«Μα τι θα τον κάνεις;»
«Θα τον βάλω σε κλήρωση»
«Δεν μπορείς να βάλεις σε κλήρωση ένα ψόφιο γάιδαρο» ξεφώνισε ο γέρος.
«Και βέβαια μπορώ.`Ακουσέ με. Δε θα πω σε κανέναν ότι είναι ψόφιος».
Μετά από ένα μήνα ο γέρος συνάντησε τον Βέλβελ και τον ρώτησε τι είχε κάνει με το γάιδαρο.
«Τον έβαλα σε κλήρωση. Πούλησα 500 εισητήρια με 2 δολλάρια το ένα και κέρδισα 898 δολλάρια.»
«Και δεν παραπονέθηκε κανείς;» ρώτησε ο κτηνοτρόφος.
«Μόνο αυτός που τον κέρδισε. Και του έδωσα τα λεφτά του πίσω».
----------
Ο Κ. Ρόθτσιλντ πηγαίνει σε ένα χωριό στη Ρωσία και παραγγέλνει αυγά για πρωϊνό. Μετά το γεύμα έρχεται ο λογαριασμός, 50 ρούβλια. «Συγγνώμη, είναι τόσο σπάνια τα αυγά εδώ πέρα και κοστίζουν τόσο ακριβά;».
«`Οχι οι Ρόθτσιλντ είναι σπάνιοι».
----------
`Ενας Εβραίος φτάνει από την Ευρώπη στην Ανατολική Πλευρά και κάνει αίτηση για τη δουλειά του νεωκόρου στη Συναγωγή της οδού Ρίβινγκτον. Οι επικεφαλείς της συναγωγής είναι έτοιμοι να τον προσλάβουν, όταν ανακαλύπτουν πως είναι αγράμματος. Αποφασίζουν λοιπόν ότι δεν είναι ο κατάλληλος γι’αυτήν τη θέση.
Ο Εβραίος φεύγει και αρχίζει να πουλάει διάφορα πράγματα από πόρτα σε πόρτα. Πηγαίνει πολύ καλά και σύντομα αγοράζει ένα άλογο και μία άμαξα. Συνεχίζει να πηγαίνει καλά και ανοίγει κατάστημα. Μετά από λίγο, ανοίγει και άλλο. Τελικά αποφασίζει να ανοίξει άλλα πέντε μαγαζιά, χρειάζεται όμως ένα δάνειο.
Συναντά το διευθυντή της τράπεζας και του ζητά δάνειο πενήντα χιλιάδων δολλαρίων. Ο διευθυντής, αφού του χορηγεί το δάνειο του δίνει το συμβόλαιο για να υπογράψει. Ο άντρας βάζει ένα Χ.
Τότε ο διευθυντής έκπληκτος τον ρωτάει:
«Είστε αγράμματος;»
Ο άντρας γνέφει καταφατικά.
«Και παρόλα αυτά» λέει ο διευθυντής «καταφέρατε να φτιάξετε τέτοια επιχείρηση. Φανταστείτε τι θα γινόσασταν άμα ξέρατε να διαβάζετε και να γράφετε».
«Ναι» λέει ο άντρας. «Θα γινόμουν ο νεωκόρος της Συναγωγής της οδού Ρίβινγκτον».
----------
Δύο ηλικιωμένοι Εβραίοι κάθονταν σε ένα εστιατόριο στη Νέα Υόρκη όπου σύχναζαν μόνο Εβραίοι. Μιλούσαν Γίντισς. `Ενας Κινέζος σερβιτόρος που ήταν μόνο ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη, πήγε και τους ρώτησε σε άψογα Γίντισς, αν όλα ήταν εντάξει και αν πέρναγαν καλά στις διακοπές τους. Οι δύο ηλικιωμένοι έμειναν έκπληκτοι. Πού έμαθε να μιλά τόσο καλά τα Γίντισς, σκέφτηκαν και οι δύο. Αφού πλήρωσαν το λογαριασμό ρώτησαν τον ιδιοκτήτη που ήταν παλιός τους φίλος:«Πού έμαθε ο σερβιτόρος σας τόσο καλά τα Γίντισς;» Ο διευθυντής κοίταξε γύρω του και είπε χαμηλόφωνα για να μην τον ακούσει κανείς: «Σς! Νομίζει ότι του μαθαίνουμε Αγγλικά».
----------
Ο Γκολντστάιν που είναι λογιστής δουλεύει για το Μομπ. `Οταν ένας Αργεντινός ληστής, που δουλεύει επίσης για το Μομπ, το σκάει αφού κλέβει από την τράπεζα διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολλάρια, ο Μομπ στέλνει έναν εκβιαστή μαζί με τον Γκολντστάιν που μιλά Ισπανικά, να βρουν το ληστή. Τελικά τον πιάνουν στο Μπουένος `Αιρες.
«Ρώτησέ τον που είναι τα λεφτά» λέει ο εκβιαστής στον Γκολντστάιν. Ο Γκολντστάιν ρωτάει τον άντρα και αυτός απαντά:
«Δεν πρόκειται να πω λέξη».
Ο Γκολντστάιν μεταφράζει τα λόγια του Αργεντινού και ο εκβιαστής τον πυροβολεί στο δεξί γόνατο.
«Ξαναρώτα τον» λέει ο εκβιαστής.
Ο άντρας ξαναλέει το ίδιο και ο εκβιαστής τον πυροβολεί και στο άλλο γόνατο.
«Πες του» λέει ο εκβιαστής, «ότι η επόμενη σφαίρα θα περάσει από το κεφάλι του».
Ο Γκολντστάιν μεταφράζει τα λόγια του εκβιαστή και ο ληστής απαντάει:
«Πες του ότι είναι στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου μου, κάτω από τη ρεζέρβα».
Τότε ο Γκολντστάιν γυρίζει στον εκβιαστή και του λέει:
«Λέει ότι δε φοβάται να πεθάνει».
----------
«`Εγινε κάτι φοβερό» λέει ο Ιακώβ στο φίλο του. «Η κόρη μου παντρεύεται αύριο και υποσχέθηκα προίκα πέντε χιλιάδων ρουβλίων. Τώρα η μισή προίκα λείπει».
«Και λοιπόν;» απαντά ο φίλος του, «Αφού συνήθως δίνουμε το μισό της προίκας που έχουμε υποσχεθεί».
«Ε, αυτό είναι το μισό που λείπει».
Ο Λεβίν συναντά το φίλο του Σσβαρτς.
«`Ακουσα ότι κάηκε το εργοστάσιό σου».
«Σουτ!Σιγά», απαντά ο Σσβαρτς, «την άλλη εβδομάδα».
---------
Ο Λεβίν και ο Σσβαρτς συναντιούνται στο Μαϊάμι . Ο Λεβίν λέει ότι η επιχείρησή του κάηκε ολόκληρη ένα χρόνο πριν και καταστράφηκαν τα πάντα. Το μόνο που τον έσωσε από αυτήν την καταστροφή ήταν ότι είχε ασφαλίσει την επιχείρησή του για μισό εκατομμύριο.
Ο Σσβαρτς λέει ότι κάτι παρόμοιο συνέβη και σε αυτόν. Το μαγαζί του είχε πλημμυρίσει μετά από μια θεομηνία. `Ολα καταστράφηκαν, αλλά ευτυχώς είχε κάνει ασφάλεια για ένα εκατομμύριο δολλάρια. Και επιπλέον είχε και λεφτά στην άκρη για να ανοίξει καινούργιο κατάστημα.
«Θαυμάσια, μπράβο» αναφωνεί ο Λεβίν. «Αλλά, πες μου Σσβαρτς, πώς έκανες τη θεομηνία;».
---------
Ο Μορίς και ο Μπερνάντ συναντιούνται σε ένα εστιατόριο για επαγγελαμτικό γεύμα.
Ο Μορίς λέει, «έχω μια καλή προσφορά για σένα Μπερνάρ. Πρόσφατα πήγα στο ζωολογικό κήπο και αγόρασα έναν ελέφαντα που δεν τον ήθελαν άλλο εκεί. Σου τον δίνω για 3000 δολλάρια».
«Μωρίς τρελλάθηκες;» απαντά ο Μπερνάρ. «Τι να κάνω έναν ελέφαντα; Μένω στον τρίτο όροφο και το διαμέρισμά μου δεν χωρά ούτε τα έπιπλά μου. Γιατί να αγοράσω έναν ελέφαντα;».
Και ο Μορίς λέει, «Εντάξει θα σου δώσω τρεις στην τιμή των δύο».
«Αχά!» λέει τότε ο Μπερνάρ, «τώρα μιλάς σωστά!».
---------
Όταν ο εκτυπωτής μου παρουσίασε ένα πρόβλημα, τηλεφώνησα στην τεχνική υπηρεσία όπου ένας φιλικός άντρας με πληροφόρησε ότι πιθανόν ο εκτυπωτής να χρειαζόταν μόνο ένα καλό καθάρισμα και πως αυτό θα μου κόστιζε 50 ευρώ, αλλά εκείνος μου πρότεινε να διαβάσω τις οδηγίες και να το κάνω μόνος μου.
Έκπληκτος από την ειλικρίνειά του, ρώτησα, «Το αφεντικό σου ξέρει ότι του χαλάς τις δουλειές;».
«Μα η ιδέα είναι του αφεντικού μου» απάντησε ντροπαλά ο υπάλληλος. «Συνήθως βγάζουμε πιο πολλά από τις επισκευές μετά την προσπάθεια των πελατών να διορθώσουν μόνοι τους τις βλάβες».
---------
Προτού χτιστεί το τούνελ που συνδέει τη Γαλλία με την Αγγλία οι προσφορές ήταν πάρα πολλές και έφταναν από όλα τα μέρη του κόσμου. Μεταξύ αυτών υπήρχε και μία από έναν Κοέν και τους Πράσινους Εργολάβους. Οι περισσότερες προσφορές ζητούσαν 1 δις δολάρια και πάνω, ενώ αυτή του Κοέν και των Πράσινων μιλούσε μόνο για 50 εκατομμύρια. Η επιτροπή έμεινε έκπληκτη ακούγοντας το ποσόν και αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν να υπάρχει τόσο χαμηλή τιμή. Ζήτησαν λοιπόν εξηγήσεις από τον Κοέν.
«Είναι πολύ απλό» απάντησε αυτός. «Εγώ και ο συνεταίρος μου θα πάρουμε από ένα φτυάρι ο καθένας και θα ξεκινήσουμε. Εγώ θα σκάβω το τούνελ από την Αγγλία και ο συνεταίρος μου από τη Γαλλία μέχρι να συναντηθούμε στη μέση».
Τα μέλη της επιτροπής κούνησαν τα κεφάλια τους με δυσπιστία και ρώτησαν: «Και αν χαθείτε στη μέση του Καναλιού;».
Τότε ο Κοέν απάντησε με ενθουσιασμό: «Κανένα πρόβλημα. Θα έχετε δύο τούνελ στην τιμή του ενός!».
---------
Ένας σκύλος πήγε σε ένα χασάπικο και άρπαξε μια αρμαθιά λουκάνικα. Ευτυχώς, ο χασάπης αναγνώρισε το σκύλο που ανήκε σε κάποιον γείτονά του ο οποίος ήταν δικηγόρος.
Φουρκισμένος ο χασάπης, πήρε το δικηγόρο και του είπε, «Το σκυλί σου έκλεψε μια αρμαθιά λουκάνικα από το μαγαζί μου. Θα πληρώσεις το κόστος;».
«Φυσικά, πόσο ήταν;».
«8 ευρώ».
Λίγες μέρες αργότερα ο χασάπης έλαβε μια επιταγή των 8 ευρώ και ένα τιμολόγιο που έγραφε: νομική συμβουλή, 150 ευρώ.
---------
Ο Χάρι πήγε σε μια συνέντευξη για δουλειά. Φαινόταν πως τα είχε πάει καλά γιατί πριν φύγει του είπαν: «Θα θέλαμε να εργαστείς για μας. Θα σου δώσουμε δέκα δολλάρια την ώρα αν ξεκινήσεις από σήμερα και σε τρεις μήνες θα παίρνεις 15 δολλάρια την ώρα. Πότε λοιπόν θα πιάσεις δουλειά;». Και η απάντηση του Χάρι: «Σε τρεις μήνες από σήμερα».
---------
Ένας έμπορος γνωστός για την ασυνέπεια στις πληρωμές του παζάρευε με έναν χονδρέμπορο. Τότε κάποιος που τους παρακολουθούσε τον ρώτησε:
«Γιατί μπαίνεις στον κόπο; Αφού δεν πρόκειται να τον πληρώσεις».
«Γιατί τον συμπαθώ και θέλω να τον βοηθήσω να μειώσει τη ζημιά».
---------
«Γιε μου» έλεγε ο Μπλούμμπερκ λίγο πριν αποσυρθεί λόγω σύνταξης από την εμπορία ρούχων, «τώρα είναι όλα δικά σου. Εγώ έζησα καλά γιατί είχα δύο αρχές, τιμιότητα και σοφία. Η τιμιότητα είναι πολύ σημαντική. Αν υποσχεθείς να παραδόσεις την παραγγελία την 1η του Απρίλη, ό,τι και να συμβεί στο μαγαζί, εσύ θα πρέπει να τα παραδόσεις την 1η του Απρίλη».
«Εντάξει μπαμπά. Και η σοφία;».
«Η σοφία λέει: Ανόητε, ποιος σου είπε να υποσχεθείς;».
---------
Κάποτε ένας αυτοκράτορας κάλεσε τον επαγγελματικό του σύμβουλο που ήταν Εβραίος .
«Πάρε είκοσι χρυσά νομίσματα και πήγαινε να μου αγοράσεις ένα τσιουάουα».
«Μεγαλειότατε» απάντησε ο Εβραίος «πού νομίζετε ότι θα μπορέσω να βρω ένα καλό τσιουάουα μόνο με είκοσι νομίσματα; Θα χρειαστώ τουλάχιστον σαράντα για να σας βρω ένα καλό».
«Πολύ καλά» είπε ο αυτοκράτορας δίνοντας άλλα είκοσι νομίσματα. «Θα πρέπει όμως να μου φέρεις ένα εξαιρετικό τσιουάουα».
«Μη φοβάστε Μεγαλειότατε, υπόσχομαι να σας φέρω το καλύτερο που υπάρχει. Αλλά είναι και κάτι ακόμα, Μεγαλειότατε με όλο το σεβασμό».
«Σαν τι;»
«Χίλια συγγνώμη μεγαλειότατε, αλλά να... τι ακριβώς είναι το τσιουάουα;».
---------
Ο Σσαπίρο πηγαίνει μια μέρα στο γραφείο στις εννιά, μισή ώρα αργότερα από την ώρα που έπιανε δουλειά. Το αφεντικό φωνάζει έξαλλο.
«Θα έπρεπε να είσαι εδώ στις 8:30».
«Γιατί;» ρωτά τότε ο Σσαπίρο. «Τι συνέβη στις 8:30;».
---------
Ο Πούτερμαν πήγε σε ένα μικρό μπακάλικο να αγοράσει αλάτι.
«Τι είδους αλάτι προτιμάτε;» ρώτησε ο μπακάλης.
«Τι είδους;» απάντησε ο Πούτερμαν. «Εννοείτε πως υπάρχουν διάφορα είδη;».
«Μα το Θ-ό!» είπε ο ιδιοκτήτης. «Φυσικά και υπάρχουν. Έλα μαζί μου στο πίσω δωμάτιο». Κι εκεί, στο πίσω μέρος του καταστήματος, ο Πούτερμαν είδε τρεις δωδεκάδες βαρέλια με αλάτι. «Και επιπλέον» πρόσθεσε ο ιδιοκτήτης «κάθε είδος είναι διαφορετικό».
«Θεούλη μου!» είπε ο Πούτερμαν. «Κοντεύεις να γίνεις ειδικός. Ξέρεις πραγματικά να πουλάς αλάτι».
«Όχι εγώ» είπε ο μπακάλης. Δεν είμαι τόσο καλός όσο ο τύπος από όπου το αγόρασα. Αυτός ξέρει πραγματικά να πουλά αλάτι!».
---------
Ένας έμπορος ξηρών τροφών από το Λουμπλίν παραγγέλνει μια παρτίδα από τη Βαρσοβία. Αντί για τα προϊόντα όμως λαμβάνει ένα τηλεγράφημα: «Λυπάμαι δεν μπορώ να σας στείλω την παραγγελία προτού μου πληρώσετε την προηγούμενη».
Με λύπη ο έμπορος απαντά: «Παρακαλώ ακυρώστε την παραγγελία. Δεν μπορώ να περιμένω τόσο πολύ».
---------
Η ηλικιωμένη κυρία Μόργκενμπεσερ εξέταζε όλες τις βεντάλιες στο καροτσάκι του μικροπωλητή, αγγίζοντάς τις, καρατώντας τις, κουνώντας τις μπρος και πίσω. Τελικά διάλεξε μία.
Την επόμενη μέρα επέστρεψε μαζί με τη βεντάλια που ήταν σκισμένη στη μέση.
«Κοιτάξτε τι έγινε» είπε στο μικροπωλητή. «Θέλω τα λεφτά μου πίσω».
«Κυρία πόσα πληρώσατε γι’ αυτή τη βεντάλια;».
«Μια πένα».
«Και τι κάνατε με αυτήν;».
«Τι άλλο; Την κουνούσα μπροστά από το πρόσωπό μου».
«Λοιπόν» είπε τότε ο μικροπωλητής, «αυτό είναι το πρόβλημα. Αυτό μπορεί να γίνει με βεντάλια σε 10 πένες. Με βεντάλια μιας πένας κρατάς τη βεντάλια και κουνάς το κεφάλι!».
---------
«Πόσο κάνει αυτή η βεντάλια;» ρωτά η κυρία Μόργκενμπεσερ.
«Ένα σεντ» απαντά ο μικροπωλητής.
«Πολύ ακριβή» λέει η κυρία Μόργκενμπεσερ.
«Εντάξει μαντάμ, δώσε λοιπόν μια προσφορά».
---------
Ένας βοηθός οφθαλμολόγου έχει μόλις προσληφθεί σε μια καινούργια δουλειά. «Έτσι δουλεύουμε εδώ» του εξηγούσε ο Φάινμπερκ, το αφεντικό. «Μπαίνει ο πελάτης για ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά. Πρώτα εξετάζεις αυτόν. Μετά του δείχνεις μερικά σχέδια».
«Μα δεν υπάρχουν τιμές» λέει ο νεαρός.
«Ακριβώς» απαντά το αφεντικό. «Όταν ο πελάτης διαλέγει κάτι που του αρέσει, θα σε ρωτήσει πόσο κάνει. Εσύ θα πεις ‘εκατό ευρώ’. Αν δεν φέρει αντίρρηση θα προσθέσεις ‘και οι φακοί είκοσι ευρώ’. Αν πάλι δεν φέρει αντίρρηση θα πεις ‘ο καθένας’.
---------
«Καλημέρα σας, ήρθα στο κατάστημά σας γιατί δεν μου αρέσει το παζάρι».
«Ήρθατε στο κατάλληλο μέρος. Δίνουμε αυστηρά μόνο μία τιμή».
«Θαυμάσια. Μου αρέσει εκείνο το μπλε κουστούμι. Πόσο κοστίζει;».
«Όπως σας είπα, δεν χάνω την ώρα μου με παζάρια. Δεν θα σας ζητήσω λοιπόν 250 γι’ αυτό το κουστούμι, αλλά ούτε και 235. Θα σας κάνω ευθύς αμέσως την καλύτερη τιμή που μπορώ: 220 ευρώ!».
«Καλέ μου έμπορε, γι’ αυτό είμαι κι εγώ εδώ! Δεν θα καθυστερήσω καθόλου προσφέροντάς σου 160 γι’ αυτό το κουστούμι ή 175. Θα σου δώσω κατευθείαν 200 ευρώ!».
«Μπορείς να το πάρεις με 210».
«Εντάξει θα το πάρω!».
---------
Να πουλάς κάτι που έχεις σε κάποιον που το θέλει – αυτό δεν είναι μπίζνες.
Να πουλάς κάτι που δεν έχεις σε κάποιον που δεν το θέλει – αυτό είναι μπίζνες.
---------
Ο Ντέηβ ήταν ετοιμοθάνατος και η οικογένειά του είχε συγκεντρωθεί ολόγυρά του.
«Σάρα, γυναίκα μου, είσαι εδώ στο πλάι μου;»
«Ναι Ντέιβ, φυσικά και είμαι».
«Κι εσύ Μπέρνι, μεγάλε μου γιε, είσαι εδώ».
«Ναι πατέρα».
«Κι εσύ Ραχήλ, κόρη μου, εδώ είσαι;»
«Ναι πατέρα στο προσκεφάλι σου»
«Κι εσύ Σαμ, μικρέ μου γιε, είσαι εδώ κι εσύ;»
«Εδώ μπαμπά».
«Αφού λοιπόν» λέει τότε ο έμπορος «είστε όλοι εδώ ποιος είναι στο μαγαζί;».
---------
Ο Άβι συνάντησε τον Μωσσέ ένα απόγευμα
«Μωσσέ, τι κάνεις;»
«Άβι, τώρα ασχολούμαι με τις ιπποδρομίες. Έχω κάνα δυο πολύ καλά και έχω κερδίσει πολλά χρήματα μέχρι στιγμής»
«Πως μπορώ να μπω και εγώ σε αυτό;»
«Κοίτα έχω ένα άλογο που ψάχνω να το πουλήσω. Θα στο δώσω για 120.000€.»
Ο Άβι συμφώνησε και έδωσε στον Μωσσέ μια επιταγή των 120.000€.
Τρεις μέρες αργότερα ενθουσιασμένος ο Άβι περίμενε το άλογό του. Όταν έφτασε το φορτηγό, είδε ότι το άλογο που είχε μέσα ήταν ψόφιο.
Ένα μήνα αργότερα συνάντησε ξανά τον Μώσσε, ο οποίος τον απέφυγε συστηματικά όλο αυτό το διάστημα.
«Μώσσε, τι κάνεις».
«Είμαι καλά. Εσύ;»
«Είμαι πάρα πολύ καλά».
«Δεν θύμωσες που σου πούλησα ένα ψόφιο άλογο;»
«Καθόλου, ίσα ίσα που έβγαλα πολλά λεφτά από αυτό.»
«Καλά, πως;».
«Έκανα μια κλήρωση, και πούλησα 100,000 κλήρους προς 5€ με έπαθλο το άλογο.»
«Καλά, και δεν θύμωσε αυτός που το κέρδισε;»
«Και επειδή; Του έδωσα τα 5€ του πίσω.»